ἀμύξωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμύξωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμύξωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀμύξουτους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μυξωτὸς < μυξώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ρυπανθείς διὰ τῆς βλέννης τῆς ρινός. Ἀντίθ. μυξι̮ασμένος (ἰδ. μυξιάζω) , μυξωμένος (ἰδ. μυξώνω) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA