ἀμύρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμύρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμύρωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἀμύρουτους βόρ. ἰδιώμ. άμύρωγος Πελοπν.(Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ έπιθ. *μυρωτὸς < μυρώνω. Τὸ άμύρωγος προσέλαβε τὸ γαντὶ τοῦ τ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀμύριγος, δι’ ὃ ἰδ. ἀμύριστος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ χρισθεὶς δι’ ἁγίου μύρου, ὁ μὴ μυρωθεὶς ἔνθ. ἀν.: Ἀβάφτιστος κι̮ ἀμύρωτος Κοτύωρ. Συνων. ἄμυρος 2.2)Ἀπρεπὴς ἐπὶ λὀγων Λέσβ.: Λόγι̮α ἄγρια τσι̮ ἀμύρουτα. Συνών. βρομερός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA