ἄμωμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμωμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄμωμος ὁ, Θράκ. (Άδριανούπ.)ἄμωμοι οἱ, Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν.(Λακων.)κ.ἀ. — ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2354,33 ἄμωμη ἡ, Καππ.(Σινασσ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄμωμος ούσιαστικοποιηθέν. Ἡ λ. ὡς ούς. ἤδη μεσν.

Σημασιολογία

1)Ὁ 118ος ψαλμός τῆς Π.Δ. ἀρχόμενος ἐκ τῆς φρ. «ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, ἀλληλούια», ψαλλόμενος δὲσυνήθως κατὰ τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν ἢ κατὰ τὰ μνυμόσυνα ἔνθ. ἀν.: Φρ. Εἶναι γιὰ τὸ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ (ἐπὶ τοῦ μέλλοθανάτου)Ἤπ. Λακων. — ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2ἔνθ. ἀν. Πάει «ἄμωμοι ἐν ὁδῷ» ὁ δεῖνα (ἀπέθανε)Ἤπ. 2)Μνημόσυνον νεκρικόν Καππ. (Σινασσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/