ἀμωρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμωρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμωρίδα ἡ ἀμάρτ. ἀμουρίδα Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. amore.
Σημασιολογία
Γυναῖκα άγαπωμένη ἐρωτικως: ᾎσμ. Ξέρω τὴν ἀμουρίδα σου, πολὺ τὴνε κατέχω, περνῶ καὶ χαιρετῶ τηνε καὶ φίλαινα τὴν ἔχω Συνών. ἀγαπητικε͜ιὰ (ἰδ. ἀγαπητικὸς 2) , ἀγαπήτρια 2, ἀγαπίτσα, ἀμωρᾶτα (ἰδ. ἀμωρᾶτος) , ἀμωρῶζα (ἰδ. ἀμωρῶζος) , έρωμένη (ἰδ. ἐρωμένος) , φιλαινάδα, φίλη (ἰδ. φίλος) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA