ἀμωρωζιστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμωρωζιστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμωρωζιστικός ἐπίθ.ἀμάρτ. ἀμουρουζιστικός Νάξ. (Άπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμωρωζι̮ὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιστικός.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἔχων σχέσιν πρός ἔρωτα, έρωτικός: Ἀμουρουζιστικὸς χορός. Ἀμουρουζιστικε͜ιὰ-ν-ἀγάπῆ, παιδί μου, εἶν’ εὐτή, ὄχι συgενικε͜ιά. 2)Τὸ οὐδ. ὡς ούσ., τὸ πρὸς ἐρωμένην ἢ έραστὴν διδόμενον δῶρον: Ὅλα τοῦτα γι̮ὰ ‘έ, εἶν’ ἀμορουζιστικὰ (γι̮ὰ ‘έ = γιὰ ἰδέ) . Γι̬’ ἀμουρουζιστικὸ σοῦ τό ‘δωκε;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA