ἀναβαβουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβαβουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβαβουλίζω ἀμάρτ. ἀνεβαβουλίζω Θήρ. ἀνεβαβουρίζω Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. βαβουλίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀναβρύω, ἐπὶ ὕδατος. 2) Εἶμαι γεμᾶτος, βρίθω: ᾽Ανεβαβουρίζει τὸ κορμί του ἀπὸ τσοὶ ψεῖρες
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA