ἀναβάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβάλλω λόγ κοιν. καὶ δημῶδ. Α.Ρουμελ (Καρ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ”Ηπ. Κάλυμν. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λάκων.) Ρόδ. κ. ἀ. ἀναβἀλ-λου Λυκ.(Λιβύσσ.) . ἀνεβάλλω Θρᾴκ. (Περίστασ.) Α.Κρήτ. Κῶς Πελοπν. (Λάκων) κ. ἀ. ἀνεσβέλλω Δαρδαν.(Καλαφατ.) ἀνισβέλνου Ἴμβρ. ἀναβάνω Θεσσ.(Ἁλμυρ.) Θρᾴκ.(Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν.(᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Λάκων. Λάστ. κ.ἀ.) (Λαογρ.5 <1915> 473) ἀναβάνου͵ Ἤπ. (Ζαγόρ. Σχορετς. Χουλιαρ. κ. ἀ.) Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ (Αἰτωλ.) κ. ἀ. ᾿ναβἀλλω Σύμ. ᾿ναβάλdω Ρόδ. ᾿νεβάλλω Κάλυμν. Κῶς Μετοχ. ἀναβαλλόμενος σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναβάλλω. Περὶ τοῦ ρ. ἰδ. ΣΨάλτην ἐν᾽Αθηνᾷ. 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 26 κἑξ. Οἱ τύπ. ἀνεσβέλλω καὶ ἀνισβέλνου ἔχουσι τὸ σ ἐκ προσθήκης, περὶ ἧς πβ. ΧΠαντελίδ. ἐν Byzant.-Neugr. Jahrb 6 (1927/28) 430.
Σημασιολογία
1) ᾿Αναβιβάζω Πελοπν. (Λάκων): ᾎσμ. Ἡρθασι καὶ μ᾿ ἐπάρασι, ᾽ς τὸν πύργο μ᾽ ἀνεβάλασι. Ἡ σημ. ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Ἀνάβ 4, 4,4 «οὐδεὶς ἄλλος βασιλέα ἐπὶ τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν». 2) ’Αφίνω τιδιὰ νὰ τὸ κάμω ὕστερον, ἀρχ. ὑπερτίθεμαι λόγ. κοιν.: Ἄς τὸ ἀναβάλωμε γιˬ᾿ αὔριο. Σὲ παρακαλῶ νὰ μὴν τὸ ἀναβάλῃς. Γνωμ Μὴν ἀναβάλῃς γι᾿ αὔριο ἐκεῖνο ποῦ μπορεῖς νὰ κάμῃς σήμερα κοιν. β) Ἀδιαφορῶ Θρᾴκ. 3) Ἐπαναφέρω εἰς τὴν μνήμην μου, ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι Εὔβ.(Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κρήτ. Κύθηρ. Ρόδ. :Δὲν ἀναβάνω ποιὸς ἤτονε Κρήτ. Δὲν τὸ ἀνεβάλλει ὁ νοῦς μου Θρᾴκ. ᾽Ναβάλdει τοὺς γονεˬούς του Ρόδ. ‖ ᾎσμ. Ὅντας μου σὲ θυμε͜ιέτ’ ὁ νοῦς, ὅντας σὲ ἀναβάλλῃ Ἤπ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Χρον. Μορ. 8182 (ἔκδ. Schmitt) «νὰ ἀναβάνῃ λογισμούς, πῶς ἠμπορεῖ νὰ πράξῃ». 4)Ἐννοῶ Κύθηρ.: ᾽Ανάβαλές το; Συνών. καταλαβαίνω,νοιώθω. 5) Κάμνω λόγον περί τινος, ἀναφέρω Α.Ρουμελ.(Καρ) Δαρδαν. (Καλαφατ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾽’Ηπ. (Ζαγὀρ.Σχορετσ.) Θεσσ.(Ἁλμυρ.) Θρᾴκ. Ἴμβρ. Κάλυμν. Κρήτ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. -(Λαογρ. ἔνθ᾽ ἀν.): Μὴ μοῦ τὸν ἀναβάλλῃς Θρᾴκ. ᾿Εν μοῦ τοὺ ἀνέβαλις Λιβυσς. “Ο,τι χάσαμε νὰ μὴ τ᾿ ἀνεσβἑλλουμε Καλαφατ. Σὰ dοὺ διῇς κὶ κ᾽βιdιάσιτι, ἀνέσβαλέ του dουν γιὰ ’κείν’ τὴδ᾿λειἀ Ἴμβρ. Φρ. Ἀναβάλλουσί σε (πρὸς τὸν πταρνιζόμενον) Συμ. Παροιμ. φρ. ’Ανάβαλε ὄνομα νὰ δῇς πρόσωπο (ὅταν παρουσιάσθῇ τις καθ' ἣν στιγμὴν γίνεται περὶ αὐτοῦ λόγος) Ἁλμυρ. Τό λύκο ἀναβάνεις; τὴ νουρά του θὰ δῇς (συνών. τῇ προηγουμένῃ. Πβ. καὶ ἀρχ. «λύκου ἐμνήσθης; πάρεστιν οὗτος.) Λαογρ. ἔνθ’ ἀν. ᾽Ανάβαλες τό σκύλλο; ! πᾶρε καὶ κομμάτι ξύλο(συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. ’Σ τὸ σπίτι κρεμασμένου σκοινὶ μὴν ἀναβάνῃς (ἀπόφευγε πάντα λόγον δυνάμενον νὰ λυπήσῃ τὸν μετὰ σοῦ διαλεγόμενον) Ἤπ. ᾎσμ. Γε͜ιά νἀ ᾽χῃ ποῦ μ’ ἀνάβαλε, καλὸ ποῦ μὲ θυμἠθ τσἀὶ κουφαμὀς ποῦ μ’ ἄκουσε τσαὶ δὲν ἀπηλογήθη (λέγει ὁ πταρνιζόμενος) Αὐλωνάρ Ἄκουσα πῶς χωράτευαν κιˬ ἀνάβαλλαν καὶ σένα Κὰρ. Γιαλὸ γιαλὸ πααίναμε καὶ σένα ἠνεβάλλαμε Κῶς. 6) ᾽Αποκαλῶ, προσφωνῶ Ρόδ.: ᾌσμ. Τὴν πόρταν της ἐχτύπησεν καἱ θκε͜ιάν τήν ἀναβάλλει 7) Ὁμιλῶ περί τινος δυσφήμως, διαβάλλω, συκοφαντῶ, ρᾳδιουργῶ Ἤπ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Θράκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Λαστ. κ. ἀ) Στερελλ. (Αἰτωλ) Συμ κ. ἀ.) : ’Επῆγεν καὶ τὸν ἀνέβαλε Α.Κρήτ. Αὐτὸς ἀναβάνει γιˬὰ τὸν τάδε Ἁλμυρ. Ἄς τ᾿ν ἀνάβαναν αὐτὴν τ᾿ν ’ναῖκα, δὲν ἦταν τέτο͜ια Αἰτωλ. Τοὺς ἀνάβαλε κ᾽ ἔγιναν μαλλιˬὰ κουβάρια Πελοπν. Αὐτείνιˬα ὅπου νὰ πααί’ τσ᾽ ἀναβά’ νἀ τσακώνουντι κ’ ὕστερα φεύ’ Κοζ. Αὐτὸς εἶναι ἀναβαλμένος Πελοπν. Συνών. ἀναβαλώνω 3, ἀναγορεὑω. β) Βλασφημῶ (κυρίως βλασφημῶν ἀναφέρω τὸν διάβολον) Ἤπ. (Σχορετσ.) γ) Καταρῶμαι Ἤπ. (Χουλιαρ.): Μ’ ἀναβά’ τοὐν πατέρα. 8) ᾿Απατῶ τινὰ Πελοπν. (Λακων.) 9) Προδίδω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.):Τὸν ἀνάβαλαν. Ἡ ἀρχ. Μετοχ. ἀναβαλλόμενος ἄνευ ὡρισμένης τινὸς σημ. λέγεται εἰς τὰς παροιμ. φρ.: Θά σοῦ ψάλω τὸν ἀναβαλλόμενο, τοῦ ᾽ψαλα τὸν ἀναβαλλόμενο, θ’ ἀκούσῃ-ἄκουσε τὸν ἀναβαλλόμενο κττ. ἐπὶ δριμειῶν ἐπιτιμήσεων ἢ παρατηρήσεων. Αἱ φρ. ἐπλάσθησαν ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τροπαρίου «Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον» ψαλλομμένου κατά τον ἑσπερινόν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς και διαρκοῦντος ἐπί πολύν χρόνον. Συνων. Φρ. Θα σ’ψάλλου τόν ἀδόξαστου. Ἄκουσε τόν ἑξάψαλμό του. Ἤκουσε τόν ἄμπακό του. Τοῦ τά ‘ψαλε καλά. Πβ. ἀθιβάλλω, ἀθιβολεύω, ἀμφιβάλλω, ἀναθιβάλλω, ἀναθιβολεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA