ἀναβάσταμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβάσταμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναβάσταμα τό, Δ.Κρήτ. ἀνεβάσταμα Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναβαστῶ.
Σημασιολογία
Ὑποστήριξις ἐπὶ μεταφορικῆς χρήσεως, ἀρωγή : Εἶd΄ἀναβαστάματα μοῦ ᾽καμες καὶ μιλεῖς; ἐτσά; ‖ Φρ. Τοῦ διˬαόλου τ᾿ άναβάσταμα ! (ὅταν δὲν γίνεται ἡ προσήκουσα ὑποστήριξις). Συνων. ἀναβάστιˬο, βοήθεια, βοήθημα. Π.β. ἀναβάσταξι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA