ἀναβαστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβαστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβαστῶ Δ.Κρήτ. κ. ἀ. ἀνααστῶ Κάρπ. Μεγίστ. ἀνεβαστῶ Α.Κρἠτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ἀνεαστῶ Νίσυρ. ἀνηαστὤ Κάρπ. ἀνεοστῶ Κάρπ. ἀνηοστῶ Καρπ. Κρήτ. (Σητ.) 'νεβαστῶ Νάξ.(Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. ᾿νηοστῶ Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνἁ καὶ τοῦ ρ. βαστῶ. Πβ. καὶ μεταγν. ἀναβαστάζω. Ὁ τύπ. ἀνεοστῶ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεβοστῶ κατὰ τὸ συνών. ἀναβοηˬθῶ.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Ἀνυψῶν τι ὑποβοηθῶ τινα νά φορτώσῃ ἢ νὰ σηκώσῃ τὸ φορτίον του Καρπ. Κρήτ. Νίσυρ.: Ἀναβάστα μου νὰ φορτώσω (κράτει ἐπάνω τὸ ἡμίγομον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου μέρους τοῦ ὄνου ἢ ἡμιόνου, ἵνα μὴ κλίνῃ πρὸς τὰ κάτω, μέχρις οὗ φορτωθῇ τὸ ἄλλο ἡμίγομον) Δ.Κρήτ. ᾿Αναβάσταξε νὰ μὴ ξεσομαρίσῃ ὀ γάιδαρος αὐτόθ. ᾿Νεβάσταξε νἀ σηκώσω τό γομάρι μου Νισυρ. Ἔλα νὰ μοῦ᾽νηοστήσῃς (νὰ μὲ βοηθἡσῃς πρὸς φόρτωσιν) Καρπ. 2)Ὑποβαστάζω, ὑποστηρίζω Κάρπ. Δ.Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Μεγίστ. Ἀνεβάστα με, γιˬὰ θὰ πέσω κάτω ’Απύρανθ. ‖ ᾌσμ. Σκλάβες, ἀνηαστᾶτε με νὰ βγῶ νὰ τοῦ μιλήσω Κάρπ. Καὶ πάω να τ᾽ ἀναβαστῶ και πεφτ᾽ ἀπὸ την πεῖνα Δ.Κρήτ. β) Μεταφ. παρέχω ὑποστήριξιν, περιποιοῦμαι, περιθάλπω Κάρπ. Κρήτ.: ᾿Ανααστᾷ τόν παπποῦ του Κάρπ. Κρητ.: ‖ Παροιμ. ᾿Αναβάστα͵ γραῖ, τό γέρω | νὰ τὸν ἔχωμε dό θέρος, κιˬ ἀπῆς άποθερίσωμε,| θενὰ τόνε τσουρίσωμε (κρημνίσωμεν. Ἐπὶ τοῦ περιποιουμένου τινά, ἐφόσον ἔχει χρείαν αὐτοῦ, ἔπειτα δὲ περιφρονοῦντος αὐτὸν καὶ ὑβρίζοντος. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ) Δ.Κρήτ. 3) Βαστάζω, κρατῶ τι Δ.Κρήτ : ᾎσμ.Λώπως θαρεῖς πῶς εἶμ’ ἐγὼ ἀμάδα νὰ μὲ παίζῃς, τζιbούκι νὰ μ᾿ άναβαστᾷς καὶ νὰ μὲ περιπαίζῃς; (λώπως ἐκ τοῦ λέγω πως = μήπως). Συνων. βαστῶ. β) Συγκρατῶ, προφυλάττω Νάξ.(Ἀπύρανθ.): Παροιμ. Τά παλα͜ιὰ ροῦχα ἀνεβαστοῦν καὶ τὰ καινούργιˬα. 4) Δαπανῶ μετὰ φειδοῦς Νάξ. (᾿Απύρανθ.): ᾿Εγὼ τὀ ’νεβάστουν ἀ τὴν ἀρχὴ τὸ λᾳδάκι καὶ γι᾿ αὐτὸ ’βρίσκεται ἀκόμα (ἀ=ἀπό). Β) Μέσ. 1) Ἀντέχω, ἔχω καλῶς εἰς τὴν ὑγείαν μου Νάξ. (Ἀπὐρανθ.): Ἀνεβαστε͜ιέτ᾿ ἀκόμα ὁ γέρως. Μιˬὰ ᾽υχεˬά gρεˬάς ἤφαα κι άνεβαστάχτησα dά μέσα μου ποῦ κρέμουdανε (μιˬὰ ὐχεˬἀ=μιά νυχεˬά, ὀλίγον). Συνών. Κρατε͜ιέμαι (ἰδ. Κρατῶ).2) Εἴμαι καλῶς ἀποκατεστημένος, ἔχω περιουσίαν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀνεβαστε͜ιέτ' εὐτός καλά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/