ἀναβλέπω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβλέπω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβλέπω Κρήτ. Χίος Λεξ. Δημητρ. ἀνεύλεπω Χίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναβλέπω.

Σημασιολογία

1) Ἀνακτῶ καὶ πάλιν τὴν ἀπολεσθεῖσαν ὅρασιν Κρήτ. Χίος -Λεξ. Δημητρ.: Ἔκαμε ἐγχείρισι τῆς πανάδας κιˬ ἀναβλέπει Λεξ. Δημητρ. 2) ᾽Αναδίδω νέους βλαστούς, ἀναβλαστάνω Χίος: Ἀνέβλεψε τὸ δέντρο. Τώρ’ ἀρχινοῦν ν᾿ ἀνεbλέπουν οἱ λεμονεˬές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/