ἀναβοΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβοΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβοΐζω, ἀναβοῶ Πελοπν. (Μάν.) ἀναβοΐζω Πελοπν.(Κάμπος Λάκων Λεῦκτρ. Μάν.) ἀναβουίζω Ἤπ. -ΜΦιλήντ. Θρῦλ. 15.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναβοῶ.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1)Κραυγάζω, φωνάζω δυνατὰ Πελοπν.(Κάμπος Λακων. Μάν.) 2) Ἀντιβοῶ, ἀντηχῶ Ἤπ. -ΜΦιλήντ. ἔνθ’ ἀν.: 'Αναβούιξε 'ς τὸ λόγγο ἡ φωνή μου Ἤπ. ‖ Ποιημ. Ὁγρὰ ἀπ’ τῆς νύχτας τὴ δροσιˬὰ ριγοῦν κιˬ ἀναβουίζουν (τὰ δάση δηλ.) ΜΦιλήντ ἔνθ’ ἀν. Β) Μετβ 1) Κάμνω τινὰ νὰ κραυγάσῃ Πελοπν. (Λεῦκτρ.): Μὴν τό ἀναβοΐζῃς τὸ παιδί. 2) Ἐπαναφέρω εἰς τὴν μνήμην μου παλαιὰ γεγονότα Πελοπν. (Μάν.): Μὴν ἀναβοᾷς τὸ πρᾶμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA