ἀναβολάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβολάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναβολάδι τό, Καππ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀναβολάδιον = ἀμπεχόνη, περιβόλαιον Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΣΨάλτην ἔν ᾽Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 23.

Σημασιολογία

Συνήθως ἐν τῷ πληθ., τὰ δῶρα τὰ πεμπόμενα ὑπὸ τῆς πενθερᾶς πρὸς τὴν μνηστὴν, Πβ. ἀναβόλι 1 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/