ἀναβολάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβολάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβολάζω Ἄνδρ. ἀνεβολάζω Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Κορων.) Τῆν. κ.ἀ. ἀνηολιˬάτζω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ἀνηουλιἀζω Κάρπ. ᾿νεβολάζω Νάξ.(᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναβοήἡ. Περὶ τῆς λ. ἰδ. Σψάλτην ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 24.

Σημασιολογία

1) Ἀνέρχομαι τὸν ἀνήφορον Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ. ἀ.): ᾿Εν ἠμπορῶ ν᾽ ἀνηολιˬάσω καὶ νά ᾽ρτω ᾿κεῖ᾽ ὰ ’πάνω (ἄ=δά). Μ’ οὔε κάτω κατηολεῖ μ’οὔε ἀνηολιˬάζει (οὔε=οὐδέ). Συνών. ἀναβολεματίζω 1, ἀναβολεύω 1, ἀνηφορίζω, ἀντιθ. Κατηφορίζω. β) Ἀορίστως, ἀνέρχομαι Κάρπ. (Ἔλυμπ.): ᾎσμ. Καὶ πιˬάν-νει τό δραπάνι του καὶ ᾿άλ-λει τὸ σπαθί του κιˬ ἀνηολιˬάτζει κ’έρχεται ἄνω ‘ς τὸν ἄνω κόσμο (ἄλ-λει= βάλλει) 2) ᾿Αναπηδῶ, ἀναβλύζω, ἐπὶ ὕδατος Τῆν.: Ἀνεβολάζει τὸ νερό. Συνών. ἀναβλυˬάζω, ἀναβλύζω 1, ἀναβρύω. β) Ἐπὶ οἴνου, παραμένω θολὸς Κύθν. : Ὁ γὑψος κατακαθίζει dὴ τρυγιˬὰ καὶ δὲν ἀνεβολάζει τὸ κρασί. 3) Αἰσθάνομαι φρικίασιν Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Ἀνεβόλαξε τὸ κεφαλόπετσό μου. Συνών. ἀνατριχιˬάζω. 4) ᾽Εξέρχομαι, ἐκπηδῶ Θήρ. Νάξ.(Ἄπύρανθ.): ᾿Ηνεβολάζαν οἱ καραβόλοι ἀπομέσ’ ᾿ς τὸ χαρανὶ (λέβητα) Θήρ. Μὲ τὰ πρωτοβρέξα ᾽νεβολάξαν οἱ σαλιˬάκοι Ἀπύρανθ. 5) Ἐπαίρομαι, ὑπερηφανεύομαι ἐπὶ πλούτῳ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μουρέ, ᾽νεβολάξαν αὐτοὶ ’ς τὰ καλά, μὰχωρατὰ εἶν' τὰ πλούτη! 6) Διατελῶ ἐν κινήσει περιστρεφόμενος πάντοτε περὶ τὸ αὐτὸ σημεῖον Ανδρ. Νάξ.(Κορων.) κ. ἀ. : Ὅλο ’τσειδἀ ἀνεβολάζει Κορων. Ἀνεβολάζει ἡ μέλλισσα αὐτόθ. Συνών. Στριφογυρίζω. 7) Μτβ. Πολλαπλασιάζω τι Ἄνδρ.:Φρ. Ὁ Θεός νὰ σοῦ τὰ ἀναβολάζη! (εὐχή).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/