ἄρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄρα ἡ, (ΙΙ) ἀρὰ Θρᾷκ. (Μυριόφ.) - ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 28 ἄρα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σινώπ.) αὔρα Βιθυν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀρὰ ὑποστὰν ἀναλογ. μετακίνησιν τοῦ τόνου κατὰ τὸ συνών. σύνθετον κατάρα. Ἰδ. GHatzidakis Einleit. 427. Τὸ αὔρα ἔγινε κατὰ τὸ μαύρα, μετὰ τοῦ ὁποίου συνεκφέρεται ἐν τῇ φρ. αὔρα μαύρα, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ μάρα ἐκ παρασχετισμοῦ πρὸς τὸ μαῦρος (ἰδ. κατωτ.)
Σημασιολογία
Ἀρά, κατάρα σύνηθ.: Φρ. Ἄρα καὶ κατάρα σ᾿ ἀφίνω, νὰ μὴν τὸ κάνῃς (ἤτοι σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ μὴ τὸ κάμῃς, ὅταν ἐγὼ θὰ ἔχω ἀποθάνει, ἂν ὅμως θὰ τὸ κάμῃς, σὲ καταρῶμαι ἀπὸ τώρᾳ τὴν ἐσχάτην ἀράν. Ἡ συνεκφ. τοῦ συνων. κατάρα μετὰ τοῦ συνδ. καὶ ἢ καὶ ἄνευ αὐτοῦ ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἑπομένων φρ. ἐπιτείνει τὴν σημ. Ἄρα καὶ κατάρα, μὴν τὰ βάνῃς μὲ τὸ μεγαλύτερό σου (ἄρα καὶ κατάρα ἐνν. σ᾿ ἀφίνω). Ἄρα καὶ κατάρα, μὴν πηγαίνῃς πουθενὰ (ἡ ἀρὰ δὲν ἐκφέρεται πάντοτε διὰ πρᾶξιν μέλλουσαν νὰ συμβῇ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ καταρωμένου, ἀλλὰ καὶ ζῶντος αὐτοῦ ἰσοδυναμοῦσα πρὸς ἔντονον μετ᾿ ἀρᾶς ἀπαγόρευσιν). Ἄρα καὶ κατάρα σ᾽ ἀφίνω, παιδί μου, νὰ μὴν πατήσῃς ποτὲ ᾿ς τὸ σπίτι του. Ἄρα καὶ κατάρα θ’ ἀφήσω,παιδί μου, νὰ μὴν παντρευτῇς, ἂν δὲν παντρέψῃς τὴν ἀδερφὴ σύνηθ. Ἄρα κατάρα ’ς τὸ παιδί του ἄφησε νὰ μὲ κατατρέξῃ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Τοῦ ἄφηκε ἄρα κατάρα Νάξ. (Δαμαρ.) Ἄρα κατάρα νά ’χῃς! Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) κ.ἀ. Ὃταν πέθανι, τοὺν ἄφ’σιν ἄρα κατάρα Μακεδ. (Κοζ.) Ἄρα κατάρα! (ἔντονος ἀρὰ) Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. κ.ἀ. Ἄρα κατάρα! (κατάρα μου, ἂν τὸ κάμω!) Ἤπ. (Κούρεντ.) Ἔχει ἄρα καὶ κατάρα (εἶναι κατηραμένος) Κύθηρ. Ἄρα τσ᾽! (ἀντὶ ἄρα τσὴ, ἤτοι ἀρὰ ἐναντίον της! Στερεότυπος φρ. ἀρᾶς ἐκφερομένης κατὰ παντὸς προσώπου ὑπὸ γυναικὸς ἀνερχομένης πρὸς τοῦτο ἐπὶ τρίποδος πυροστιᾶς) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἄρα σ᾽ κὶ μὴ σώσ’ς! (ἀρὰ σου καὶ μὴ σώσῃς! Ἔντονος ἀρὰ ἐκφραζομένη ὑπὸ δύο συνων. φρ.) Σαμ. Ἄρα μ’ τσὶ πουτέ μ᾿! (ἀρά μου καὶ ποτέ μου, ἤτοι νὰ μὴ προφθάσω! Συνών. φρ. νὰ μὴ σώσω!) Λέσβ. Ἄρα κιˬ ἂν ἐκάετο, ἄρα κιˬ ἂν ᾿ὲν ἐκάετο (ἀρά του καὶ ἂν ἐκάθητο, ἀρά του καὶ ἂν δὲν ἐκάθητο, ἤτοι ἀδιαφορῶ τελείως καὶ ἂν ἐκάθητο καὶ ἂν μὴ) Σύμ. Ἐκ τοιαύτης ἀρχῆς προῆλθον καὶ αἱ ἑπόμεναι ὅμοιαι φρ. παντελῆ ἀδιαφορίαν δηλοῦσαι: Ἄρα ἔχουν, ἄρα δὲν ἔχουν Θήρ. κ.ἀ. Ἄρα βρέξῃ καὶ μὴ βρέξῃ Πελοπν. (Βασαρ.) Ἄρα ζήσῃ καὶ μὴ ζήσῃ Κύθν. Κῶς κ.ἀ. Ἄρα μ᾿ γέ’ (ἄρα μὴ γίνῃ. Ἡ φρ. λέγεται καὶ πρὸς δήλωσιν ἀδιαφορίας καὶ ἐπὶ τῆς σημ. τοῦ δὲν πειράζει, ἂς εἶναι.) Θρᾷκ. (Σαρεκκλ.) Ἄρα κατάρα (ἡ φρ. μετέστη εἰς τὴν σημ. τῆς ἀδιαφορίας κατ᾿ ἐπίδρασιν τῶν εἱρημένων) Ἤπ. Ἄρα μ᾽ τσὶ πουτέ μ᾽ (ἀδιαφορῶ τελείως. Πβ. τὴν καὶ ἀνωτ.) Λέσβ. Ἄρα καὶ ποτὲς (δὲν πειράζει, ἀδιαφορώ και ἂν ποτὲ δὲν γίνῃ) Οἰν. Ἄρα μάρα ᾿ς τὰ καλά του! (κατάρα καὶ καταστροφὴ εἰς τὰ καλά του. Τὸ μάρα σημαίνει μαρασμός, φθορά, περὶ οὗ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 41 <1929> 25, ἀσυνδέτως δὲ συνεκφερόμενον ἐπιτείνει τὴν σημ. τῆς ἀρᾶς ὡς συμβαίνει καὶ ἐν τῷ ἀνωτ. ἄρα κατάρα) Ἤπ. Ἄρα μάρα (ἐπὶ παντελοῦς ἀδιαφορίας περὶ τῆς τύχης πράγματός τινος. Ἡ φρ. εἶναι λείψανον τῆς πληρεστέρας: σὰν πεθάνω ἐγώ, ἆρα μάρα, ἤτοι κατάρα καὶ καταστροφὴ εἰς τὰ πάντα, ἑπομένως ἀδιαφορῶ τελείως ἂν θὰ καταστραφῇ ὅλος ὁ κόσμος. Πβ. τὴν ἀρχ. Παροιμιογρ. (ἔκδ. Leutsch και Schneidewin) 1, 400 «ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί»). Κάνει μιˬὰ δουλε͜ιὰ ἄρα μάρα (μετ᾿ ἀδιαφορίας, ἄνευ προσοχῆς). Τ’ ἄφησε τὸ πρᾶμα κιˬ ἄρα μάρα. Ἄρα μάρα τώρᾳ (ἐπὶ πράγματος ποθητοῦ μέν, ἀλλά βραδέως καὶ ἀνωφελῶς ἐπερχομένου) κοιν. Ἄρα μάρα νὰ γί᾽ (ἀδιαφορῶ καὶ ἂν καταστραφῇ) Κυδων. Τότι π᾿ θὰ γίνου ᾿γὼ καλὰ ἄρα μάρα (τότε ποῦ θὰ ἀναρρώσω ἐγὼ ἂς γίνῃ ὅ,τι θέλει) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κὶ νὰ τού πῇς κὶ νὰ μὴν τοὺ πῇς, ἄρα μάρα (ἀδιάφορον καὶ ἂν τὸ εἴπῃς καὶ ἂν δὲν τὸ εἴπῃς) αὐτόθ. Ἄρα μάρα καὶ κατάρα (κατὰ τὸ ἀνωτ. ἄρα κατάρα, τὸ ὁποῖον εἴναι συνών., προσετέθη καὶ ἐνταῦθα ἡ λ. κατάρα) Ἤπ. Πελοπν. (Λακων. Τριφυλ.) κ.ἀ. Ἄρα μάρα ξιραμάρα (τὸ ξιραμάρα ἐκ τοῦ ξεραμάρα εἰσῆλθεν εἰς τὴν φρ. ἐξ ἄλλων παροιμ. φρ. Ἰδ. κατωτ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Αὔρα μαύρα (ἰδ. ἀνωτ.) Βιθυν. Ἄρα μάρα (ἂς εἶναι, ἔστω) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καστορ.) κ.ἀ Ἄρες μάρες (ἐπὶ μωρῶν καὶ ἀσυναρτήτων λόγων. «Ἀδιανοήτου καταστάσης τῆς κυρίας ἐννοίας τοῦ ἄρα μ’ ἄρα ὁ πληθυντικὸς ἐλήφθη εἰς τὴν σημασίαν τοῦ ἀσαφοῦς καὶ ἀκατανοήτου λόγου, πρὸς ἐπίτασιν δὲ τῆς σημασίας ταύτης προσετέθησαν καὶ λέξεις οὐδεμίαν συνάρτησιν ἔχουσαι πρὸς ἀλλήλας ὡς κουκουνάρες» ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,414) κοιν. Ἄρες μάρες κουκουνάρες σύνηθ. Ἄρες μάρες κουκουνάρες | καὶ σωρὸ παλαβωμάρες (διὰ τῆς δευτέρας φρ. καὶ σωρὸ παλαβωμάρες διευκρινίζεται οἱονεὶ ἡ σημ. τῆς πρώτης) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἄρις νάρις κουκουνάρις | κὶ χουdρὲς κουλουκυθάρις (τὸ πεπλασμένον νάρις παρὰ τὸ μάρες οὐδὲν ὡρισμένον σημαίνει) Θεσσ. Ἄρες νάρες κουκουνάρες Προπ. (Πάνορμ.) Ἄρες μπάρες (τὸ μπάρες εἶναι ὅ,τι καὶ τὸ προηγούμενον νάρες) Εὔβ. (Κύμ.) Ἄρες πάρες Πόντ. (Σινώπ.) Ἄρις μπάρις κουκουνάρις κὶ τοῦ μπογιˬατζῆ οὑ κόπανους Θρᾷκ. (Ἀδριανούπ.) | Παροιμ. φρ. Ἄρα, μάρα καὶ τὸ κακὸ συναπάντημα (ἐπὶ σύγκλυδος ὄχλου. Συνών. φρ. ἡ σάρα καὶ ἡ μάρα καὶ τὸ κακὸ συναπάντημα) Κορινθ. Παροιμ. Ἀρὰ ᾿ς τόν ἀντρειωμένο ποῦ τὸν πιάσουν δύο σπασμένοι (ἐὰν ἀνδρειωμένος συλληφθῇ ὑπὸ δύο ἀναπήρων, θὰ ὑποστῇ τὴν τύχην ἀνθρώπου, ὅστις ὑπόκειται εἰς ἀρὰν, ἤτοι θὰ καταβληθῇ ὑπ᾿ αὐτῶν καὶ θὰ ὑποστῇ τὰ πάνδεινα. Πβ. ἀρχ. Παροιμιογρ. <ἔκδ. Leutsch και Schneidewin> 1,140 «οὐδ᾿ Ἡρακλῆς πρὸς δύο»). Βαφτίζω καὶ μυρώνω, ἄρα ζήσῃ καὶ μὴ ζήσῃ (ἐπὶ τοῦ ἀσκόπως ἐνεργοῦντος καὶ ἀδιαφοροῦντος τελείως περὶ τῆς καλῆς ἢ κακῆς ἐκβάσεως τῶν ἐνεργειῶν του. Ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ ἱερέως, ὅστις τελεῖ τὴν βάπτισιν συμφώνως πρὸς τὴν κεκανονισμένην τάξιν, δὲν ἔχει δὲ οὐδεμίαν εὐθύνην περὶ τῆς μελλούσης τύχης τοῦ παιδίου. Περὶ τῶν πολλῶν παραλλαγῶν τῆς παροιμ. ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,75) πολλαχ. Μὲ τὸ στόμα ἄρα μάρα, | μὲ τὰ χέριˬα κουλλαμάρα (μικρὸν κακὸν ὁ διὰ λόγων ἀστεϊσμός, δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως ὁ διὰ τῶν χειρῶν) Αἴγιν. || ᾎσμ. Μὰ τὴν ἄρα, μὰ τὴν σάρα | καὶ μὰ τὴν ἁγιˬὰ κνησάρα καὶ μὰ τ’ ἅγιˬο λᾳδικό, | τὴν ἀλήθε͜ια θὰ σοῦ πῶ (ὅρκος ἐπὶ τὸ ἀστειότερον λεγόμενος ὑπὸ τοῦ ἀποφεύγοντος νὰ ὀμόσῃ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων. Ὅμοιος ὅρκος μὰ τὸ θεριὸ ἀντὶ μὰ τὸ Θεό! Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,322) Κρήτ. || Ποίημ. Γονάτισε ἐμπροστά μου καὶ ζήτησε συχώρεσι γιˬὰ τὰ λαγωνικά μου. Καλύτερα τό βρόχο παρὰ τὰ γόνατα ᾿ς τὴ γῆ. Ἄρα κατάρα τό ’χω, θ᾿ ἄφιναν λάκκωμα βαθὺ καὶ θά ’ταν μέγα κρῖμα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,352. Συνών. ἀνάρα, κατάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA