ἀφίλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφίλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφίλευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀφίλιφτους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἄφλιβους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φιλευτὸς < φιλεύω. Τὸ ἄφλιβους ἐκ τοῦ μεταβατικοῦ τύπου *ἀφίλευος, ὃ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἐνεστ. φιλεύω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐπεριποιήθη τις ὡς φίλον, ὁ μὴ τυχὼν φιλοξενίας καὶ ἰδίᾳ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν παρετέθη γεῦμα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) : Ὅπο͜ιος φίλος πάει ᾿ς τὸ σπίτι του δὲν τὸν ἀφίνει ἀφίλευτο σύνηθ. || Ποίημ. . . . Ἀφίλευτος τρινύχτι πέρασε μόνο μὲ νερὸ καὶ τὸν τυράγναε ἡ πεῖνα ΛΜαβίλ. Ἔργα 28. β) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον ἐν ὥρᾳ ἐπισκέψεως δὲν προσεφέρθη κέρασμά τι σύνηθ.: Ἄν εἶσαι καὶ φαγωμένος, δὲν θὰ φύγῃς ἀφίλευτος. 2) Ὁ μὴ λαβὼν χάριν φιλοφρονήσεως δῶρόν τι ἰδίᾳ ἔδεσμα σύνηθ.: Ἄφηκε τὸ παιδάκι ἀφίλευτο, δὲν εἶχε τί νὰ τοῦ δώσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/