ἀφιλογιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφιλογιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφιλογιστὴς ὁ, ἀ’θλου’στὴς Λέσβ. ἀθ’λουϊστὴς Λέσβ. ἀθ'λουϊσκὴς Λέσβ. (Πλομάρ.) Θηλ. ἀθ'λουγίστρια Λέσβ. ἀθ’λουγίσκιργιˬα Λέσβ. (Πλομάρ.) ἀθ’λουγίστρα Κυδων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφιλογῶ κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα.
Σημασιολογία
Καταλαλητής, σπερμολόγος. Συνών. ἀβανιˬάρις, ἀβανικὸς 1, συκοφάντης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA