ἀφιλογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφιλογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
*ἀφιλογῶ, ἀφ᾽λουγῶ Λέσβ. ἀθ’λογῶ ᾿Ικαρ. ἀθ’λουγῶ Κυδων. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀμφιλογῶ.
Σημασιολογία
1) *Ἀφιλογεύω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Μὴν ἀγαπᾷς ν᾽ ἀθ’λουγῇς, μόνικοίταζι τὴ δ᾽λε͜ιά σ᾽ Κυδων. 2) Ὁμιλῶ, συζητῶ Λέσβ. : Καθούdαν τσ᾿ ἀφ᾽λουγοῦσαν. Συνών. κουβεντιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA