ἀφίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφίνω κοιν. καὶ Καππ. (Ποτάμ. Σινασσ. Τελμ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφίνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ἀφίν-νω Ἀπουλ. Ἰκαρ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. κ.ἀ. ἐφίν-νω Ἀπουλ. ἀβίν-νω Χίος (Πυργ.) ἀίν-νω Κύπρ. βαΐνω Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. κ.ἀ.) ΄φίνω Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Κάλυμν. Κῶς Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ. ’φίν-νω Ἀπουλ. Παρατ. ἄφινα κοιν. ἔφινα Σέριφ. ἔφιν-να Κύπρ. ἤφινα πολλαχ. ἤφ'να Θρᾴκ. ἀφίνισκα Καππ. (Σινασσ.) ἐφίνισκα Πόντ. (Οἰν.) Ἀόρ. ἄφησα κοιν. ἄφ’σα βόρ. ἰδιώμ. ἔφησα Κύθν. κ.ἀ. ἀφῆκα σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. ἄφηκα σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. ἄφ’κα βόρ. ἰδιώμ ἐφῆκα Τῆλ. Πόντ. (Κερασ. Ματζούκ. Τραπ.) ἔφηκα Καλαβρ. (Μπόβ.) Σύμ. κ.ἀ. ἐφέκα Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἤφησα Νάξ. κ.ἀ. ἤφηκα Κίμωλ. Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ. Προστ. ἄφες Θεσσ. Καππ. Πάτμ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Σίφν. κ.ἀ. ἄφησον Πόντ. ἄφησο Πόντ. (Ὄφ.) ἄφ’σον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἄφ’σιν Πόντ. (Χαλδ.) ἄφησε κοιν. ἄφ’σε Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Πόντ. (Τραπ.) ἄφ’σι βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἄφησ’ Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Νίσυρ. Πελοπν. Πόντ. (Τραπ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἄφ’σ’ Ἤπ. Κύπρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἄφ’σις Μακεδ. ἀφ’σὶς Θεσσ. (Καρδίτσ.) ἄψε Πελοπν. (Ἦλ. Λάστ.) ἄψ Πόντ. (Κερασ.) ἄφηε Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄφη Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄφε Πόντ. ἄφ’ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων Σουδεν. 'Γρίκκ.) Σάμ. κ.ἀ. ἄησε Ρόδ. ἄησ’ Θήρ. Κάρπ. Κάσ. Κίμωλ Κύπρ. Ρόδ. Χίος (Πυργ.) κ.ἀ. ἄσε κοιν. ἄσι βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) ἄι Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ἄσ’κοιν. ἄσου Κρήτ. ἄες Σίφν. ἄ Σίφν. ἄφ’κι Μακεδ. κ.ἀ. ᾿φσὲ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Ἀπαρ. ἀφήσειναι Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) ἀφήσ’ναι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀφήσ’ναιν Πόντ. (Χαλδ.) ἀφησεῖναι Πόντ. (Κερασ.) ἀφησεῖν’ Πόντ. (Κερασ.) ἀφησέσ’ναι Πόντ. ἀφεσεῖναι Πόντ. (Κερασ.) ἀφεσεῖν’ Πόντ. (Κερασ.) ἀφήκγει Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. ἀφίνοντας κοιν. ἀφίντα Τσακων. ἀφήκοντα Καλαβρ. (Μπόβ.) ’φήκοντα Ἀπουλ. (Καλημ.) Παθ. ἀφισκοῦμαι Πόντ. (Κερασ. Ὄφ.) Ἀπαρ. ἀφεθῆναι Πόντ. (Κερασ.) ἀφεθῆν’ Πόντ. (Κερασ.) Μετοχ. ἀφειμένος κοιν. ἀφ᾿μένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφισμένος σύνηθ. ἀφισμένους Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀφίω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀφίημι. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 288. Οἱ παρατ. ἀφίνισκα Σινασσ. καὶ ἐφίνισκα Οἰν. εἶναι τοῦ ρ. *ἀφινίσκω.
Σημασιολογία
1) Ἀπολύω τι ἐκ τῶν χειρῶν, παύω νὰ κρατῶ τι κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Ποτάμ. Σινασσ. Τελμ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄφησ’ αὐτὰ ποῦ κρατᾷς. Μὴ τ᾽ ἀφήσῃς ἀπ᾿ τὰ χέρια σου, βάστα τα σφιχτά. Ἄφησε τὰ πόδια κ᾽ ἔπιασε τὰ χέρια του. Ἄφησε τὸ χέρι καὶ τὸν ἔπιασε ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ κοιν. Εἶχε ’φήκοντα τὸ φορτὶ Καλημ. || ᾎσμ. Ἄφησ᾿ με, Χάρε, ἀφ᾿ τὰ μαλλιὰ καὶ πιάσε μ᾽ ἀφ᾽ τὸ χέρι καὶ δεῖξε μου τὴν τέντα σου κ’ ἐγ’ ἀπατός μου πάω Κρήν. Ἀντίθ. βαστῶ, κρατῶ. β) ᾿Εν γενικωτάτῃ ἐννοίᾳ παύω νὰ ἔχω ἢ κατέχω ἢ κωλύω ἢ ἐμποδίζω τι, παύω νὰ ἐξουσιάζω τι ἢ ὁπωσδήποτε νὰ ἐξασκῶ ἐπίδρασιν ἐπί τινος, ἀφίνω ἐλεύθερον, ἐπιτρέπω, δὲν κωλύω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Ποτάμ. Σινασσ. Τελμ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀφίνω τὸ παιδὶ νὰ παίζῃ. Ἀφίνω τὰ ζῷα νὰ βόσκουν λεύτερα. Δὲ μ᾽ ἀφίνουν οἱ στενοχώριˬες - τὰ βάσανα - οἱ πόνοι κττ. Ἄφησέ με νὰ κοιμηθῶ - νὰ μιλήσω - νὰ περάσω - νὰ φάγω - νὰ φύγω κττ. Ἤθελα νὰ σὲ πάρω μαζί μου, μὰ δὲν μ’ ἄφησαν ἄλλοι. Δὲν τὸν ἄφησ’ ὁ Χάρως νὰ χαρῇ τὰ νεˬᾶτα του. Τὸν ἄφησαν τὸν κλέφτη νὰ φύγῃ κοιν. Ἄσου νὰ περάσω - νὰ φάω κττ. Κρήτ. Ἄ νὰ περάσω Σίφν. || Φρ. Ἄφησέ με νὰ σ’ ἀφήσω (ἐπὶ συμβιβασμοῦ, συνθηκολογήσεως κττ. ἐπὶ ἴσοις ὅροις). Τὸν ἀφίνω, μὰ δὲ μ’ ἀφίνει (ἐπὶ δυσαπαλλάκτου κακοῦ ἀνθρώπου). Τ᾽ ἀφίνω, μὰ δὲ μ᾿ ἀφίνει (ἐπὶ δυσαπαλλάκτου ἐλαττώματος). Ἀφίνω νά περάσουν δυˬὸ μέρες (ἀναβάλλω μετὰ δύο ἡμέρας). Δὲν τὸν ἀφίνουν νὰ σταθῇ σὲ χλωρὸ κλαρὶ (πανταχοῦ τὸν καταδιώκουν). Ἄσ’ τον νὰ πάῃ ᾿ς τὸ καλὸ (ἐρρέτω!) ᾿Ασ᾽ τα νὰ πάν ’ς τὸ διˬάβολο ἢ ᾿ς τά κομμάτιˬα ἢ ἁπλῶς ἄσ’ τα νὰ πάν! (ἐρρέτωσαν!) Δὲ μ’ ἀφίνεις! (πρὸς τὸν ὀχληρὸν καθ’ οἰονδήποτε τρόπον). Δὲν ἀφίνει τίποτε ’ς τὸν τόπον του (τὸ πᾶν ἀνατρέπει, καταστρέφει κττ.) κοιν. Ἄφησε τὸν ἐαυτόν του (ἔκλασε). Δὲν ἀφίνει λόγο νὰ πέσῃ κάτω (ἐπὶ ἀνθρώπου εὐθίκτου ἐννοοῦντος νὰ ἀπαντήσῃ ἀμέσως εἰς πάντα λόγον θίγοντα ὁπωσδήποτε αὐτὸν) πολλαχ. ᾿Εφῆκα τὰ τέσσερα (ἐκουράσθην πολύ, ἀπέκαμον) Κερασ. Ἄφ’σ’ τον κι ἂς πάῃ (φρ. δηλοῦσα ἐπίτασιν καὶ ἐπὶ τὸ μεῖζον καὶ ἐπὶ τὸ ἔλαττον, οἷον: αὐτὸς ἀπὸ γράμματα; ἄφ’σ’τον κι ἄς πάῃ== εἶναι πολυμαθέστατος) Ἤπ. Ἄσου ἀποτά (παραμέρισε ἀπαυτοῦ, βραχυλ. ἔκφρασις ἐκ τῆς πλήρους ἄσου νὰ περάσω ἀποτά) Κρήτ. Ἄσου τὴ μιˬὰ κι ἄσου τὴν ἄλλη (ἐνν. ἡμέραν, ἀπὸ ἀναβολῆς εἰς ἀναβολὴν) αὐτόθ. Δὲν ἀφίνει (δὲν γίνεται διαφορετικὰ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Θέλει ν᾿ ἁγιˬάσῃ καὶ δὲν τὸν ἀφίνουν οἱ διˬαβόλοι (ἐπὶ τοῦ ἀμετανοήτου διὰ τὸν ἄτακτον βίον του) κοιν. || ᾌσμ. Ἄφησ’ με, Χάρωd', ἄφησ’ με, σήμερο μή με πάρῃς! Κρήτ. Ἄφες, μ᾿ ἀφέντη, ἄφες με δυˬὸ λόγια νὰ σοῦ κρίνω Θεσσ. Ἄφες με, δράκων, ἄφες με, ἄφες με πέντ᾽ ἡμέρας, ἄς πάω λέπω τὸν κύρι μου, ἔρχουμαι, ρδάκε, φά με Χαλδ. Γιˬ’ ἄφησ' με, Χάρω, ν' ἀνεβῶ, πάλε νὰ ξαναστρέψω, τὴ μάννα καὶ τὸν κύρι μου νὰ πά’ νὰ προστατέψω (μοιρολ.) Νίσυρ. γ) Καταλείπω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸν ἀφίνω καὶ φεύγω. Ἀφίνω ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα. Ἀφίνω τὴ φωτιˬὰ ἀναμμένη κοιν. || Φρ. Ἀφίνω ἀντιπρόσωπο (ἀναχωρῶν που ὁρίζω ἄλλον ποῦ νὰ μὲ ἀντιπροσωπεύσῃ). Τὸν ἀφίνω ᾿ς τὸ πόδι μου (τὸν ὁρίζω ἀναπληρωτήν μου). Τὸν ἀφίνω 'ς τὸν τόπο (τὸν φονεύω ἐπὶ τόπου). Ἀφίνω 'ς τὴν πάντα (παραμερίζω). Ἀφίνω τόπο (καταλείπω κενὸν χώρου). Ἀφίνω ὄνομα (καταλείπω φήμην). Σ’ ἀφίνω γε͜ιά! (φρ. ἀποχαιρετισμοῦ). Ἀφίνω τὴ ἐξοχὴ - τὸ χωριˬὸ κττ. (ἀπέρχομαι ἀπὸ τὴν ἐξοχὴ κτλ.) Σ' ἀφίνω (ἀπέρχομαι καταλείπων σε). Τ᾽ ἄφησα τὸ παιδὶ μωρὸ -᾽ς τὴν κούνιˬα - δυˬὸ χρονῶ κττ. (ὅταν ἀπεχωρίσθην ἀπ᾽ αὐτὸ ἦτο μωρὸ κτλ.) Μ’ ἄφησε μικρὸ ὁ πατέρας μου (ὅταν ἀπέθανε, ἤμουν μικρός). Τὸν ἀφίνω ’ς τοὺς πέντε δρόμους (παύω ἐνδιαφερόμενος περὶ αὐτοῦ). Ἀφίνει τὴν μιˬὰ κουβέντα καὶ πιˬάνει τὴν ἄλλη (ἐπὶ τοῦ μὴ τηροῦντος εἱρμὸν λόγου). Μᾶς ἄφησε χρόνιˬα ἢ ἄφησε χρόνιˬα (ἀπέθανε, ἐκ πληρεστέρας φρ. πέθανε ἐκεῖνος καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια μᾶς ἄφησε ἐμᾶς). Ἄφησε τὰ κόκκαλα ( ἀπέθανε). Μᾶς ἀφίνουν τὰ χρόνιˬα (παρέρχονται τὰ ἔτη, γηράσκομεν γρήγορα). Τὸν ἄφησα ᾿ς τὸ Θεὸ (δηλ. νὰ τὸν τιμωρήσῃ, ὅταν δὲν θέλωμεν νὰ ἐκδικηθῶμεν ἡμεῖς). Τὸν ἄφησα πίσω (προηγήθην αὐτοῦ ὡς ταχύτερος καὶ μεταφ. ἔγινα ἀνώτερός του). Ἀφίνω τὸ δεῖνα ἀριστερὰ - δεξιὰ (ἀπομακρυνόμενος ἔχω γεωγραφικόν τι σημεῖον ἀριστερὰ - δεξιά). Τοῦ τὸ ἄφησα μὲ ἑκατὸ δραχμὲς ἢ γιˬὰ ἑκατὸ δραχμὲς ἢ ἑκατὸ δραχμὲς (ἐν ταῖς ἐμπορικαῖς συναλλαγαῖς ἐπὶ τιμῆς κατωτέρας τῆς ἀρχικῶς ζητηθείσης). Ἀφίνω γιˬὰ ἀργότερα τὴ δουλε͜ιὰ - τὸ δι͜άβασμα - τὸ γράψιμο κττ. (ἀναβάλλω) κοιν. Δρόμο παίρνω, δρόμο ἀφίνω (ἐπὶ συνεχοῦς ἀλλαγῆς πορείας). Ἀφίνω καληνύχτα (λέγω καλὴ νύχτα) πολλαχ. Ἀφίνω καὶ φεύω (τρέπομαι εἰς φυγὴν) Κερασ. Τραπ. Χαλδ. Σ᾽ ἀφίνω μὲ τὴν gαλὴ βραδεῖα (σοῦ ἀφίνω καλὸ βράδυ) Μπόβ. Ἀφίνω ἢ ἀφίνομε ὑγείαν (φρ. ἀποχαιρετισμοῦ) Κερασ. Χαλδ. Καλῶς ἀφίνω σε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νικόπ. Μᾶς ἄφησε ὑγεῖες (ἀπέθανε) Πελοπν. (Κορινθ.) Ἐφέκε μας χρόν ἢ ἁπλῶς ἐφέκε μας (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χαλδ. Ἔφηκέ τον ’ς τὴν κάψιν (τὸν ἐγκατέλειψεν εἰς δυσχερῆ θέσιν) Σύμ. Ἤφηκενε ’πάνω ἀπὸ ᾿βδομήντα ( ὁ ἀποθανὼν ἦτο πλέον τῶν ἐβδομήντα ἐτῶν) Νάξ. (Βόθρ.) || ᾎσμ. Ἄφ᾽σον͵ κόρη, τὴ μάννα σου καὶ ποίσον ἄλλεν μάνναν, ἄφ’σον, κόρη, τὸν κύρι σου καὶ ποίσον ἄλλον κύριν (γαμήλιον) Χαλδ. δ) Παύω νὰ ἐνδιαφέρωμαι περί τινος, ἐγκαταλείπω, ἀδιαφορῶ κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀφίνει τὴ γυναῖκα του - τὰ παιδιˬά του - τοὺς γονεῖς του - τὸ σπίτι του καὶ γλεντάει μὲ τοὺς φίλους. Τὸν ἄφησε καὶ παιδεύεται. Ἀφίνει τὴ δουλε͜ιά καὶ τρέχει ’ς τὰ γλέντιˬα. Ἀφίνω τὸν καπνὸ - τὸ κρασὶ - τὸ πιˬοτὸ - τὰ χαρτιˬὰ κττ. κοιν. Ἀσ’ τ᾿ ἐφέκε μας ἐκεῖνος μαῦρα ἡμέρας ζοῦμε (ἀφότου μᾶς ἐγκατέλειψεν ἐκεῖνος δυστυχοῦμεν) Κοτύωρ. Χαλδ. || Φρ. Ἄσ’ τον νὰ βουρλίζεται – νὰ κουρεύεται κττ. ἢ ἄσ' τον κιˬ ἂς βουρλίζεται κτλ. (ἐπὶ παντελοῦς ἀδιαφορίας περί τινος). Ἀσ’ τον νὰ βγάλῃ τὰ μάτιˬα του - νὰ κάμῃ ὅ,τι θέλει κττ. (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Ἀφίνει τὰ συνηθισμένα του (τὰς κακὰς συνηθείας). Ἄσ᾽ ἐκεῖνα ποῦ ’ξερες (δηλ. τὰς κακὰς συνηθείας σου καὶ γενικώτερον τὰς ἕξεις). Κἀνέναν δὲν ἀφίνει ὁ Θεὸς (φρ. παρηγορίας πρὸς τοὺς ἀτυχοῦντας). Τὸν ἀφίνει ’ς τὰ κρύα τοῦ λουτροῦ (τὸν ἐγκαταλείπει εἰς τὴν κρίσιμον στιγμήν). Τ᾿ ἀφίνει σύξυλα καὶ φεύγει ἥ μ’ ἀφίνει σύξυλο καὶ φεύγει (ἐπὶ τοῦ τελείως ἀδιαφοροῦντος καὶ ἐγκαταλείποντος). Ἄσ’ τα καὶ μὴν τὰ ρωτᾷς ἢ ἁπλῶς ἄσ’ τα! (ἐπὶ γεγονότων δυσαρέστων). ’Αμ' θὰ τ᾿ ἀφήσω; ἢ θὰ τ᾽ ἄφινα; (ἡ φρ. λεγομένη ὡς ἀπάντησις εἰς ἐρώτησιν περὶ πράξεώς τινος σημαίνει ἰσχυρὰν κατάφασιν, οἷον: θὰ τὸν δείρῃς; - ἀμ᾿ θὰ τὸν ἀφήσω; τό’ φαγες; -ἀμ᾽ θὰ τ᾿ ἄφινα; κττ.) κοιν. || Γνωμ. Καινούργιˬα ἀγάπη πιάσε, παλα͜ιὰ μὴν τὴν ἀφίνῃς κοιν. Ἄφησε’ ἐκεῖνα ποῦ ξερες καὶ πιˬάσ’ αὐτὸ ποῦ βρῆκες (πρέπει νὰ συμμορφούμεθα πρὸς τὰς ἑκάστοτε περιστάσεις) Λεξ. Δημητρ. ε) Διαζευγνύομαι κοιν.: Τὴν ἄφησε τὴ γυναῖκα του. Τὸν ἄφησε τὸν ἄντρα της. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἡροδ 5, 39. «παραινέοντας τὴν ἔχει γυναῖκα. . . ταύτην ἀπέντα ἄλλην ἐσαγαγέσθαι». Συνών. χωρίζω. ς) Παραλείπω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Διˬαβάζει κιˬ ἀφίνει τὰ μισά. Σκουπίζει τὸ σπίτι κιˬ ἀφίνει ἕνα δωμάτιˬο ἀσκούπιστο. Δὲν ἄφησε καρδιὰ χωρὶς νὰ τὴν πληγώσῃ. Δὲν ἄφησε ἄνθρωπο χωρὶς νἀ τὸν πειράξῃ κοιν. || Φρ. Ἀφίνω ποῦ (ἐκτός, πλὴν τοῦ ὅτι, οἷον: ἀφίνω ποῦ εἶναι καὶ φτωχός, δηλ. ὄχι μόνον κἄτι ἄλλο εἶναι. ἀλλ᾽ εἶναι καὶ φτωχός, ἄσε ποῦ δίνουμε λεπτά, ἄσε ποῦ δὲ χορταίνουμε κττ., δηλ. ὄχι μόνον λεπτὰ δίδομεν, ὄχι μόνον δὲν χορταίνομεν, ἀλλὰ καὶ κἄτι ἀλλο ὔφιστάμεθα). Ἄφησε τί (εἶναι ἀφάνταστον τί, οἷον: ἄφησε τί εἶδα - τί ἔπαθα! κττ.) κοιν. 2) Βάλλω τι κἄπου, τοποθετῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀφίνω τὸ βιβλίο ἀπάνω ᾽ς τὸ γραφεῖο. Ἀφίνω τὸ ποτήρι ἀπάνω ᾿ς τὸ τραπέζι. Ἀφίνω τὰ ψώνιˬα χάμω κοιν. || Φρ. Ἀφίνω ἀπάνω σου τὴ δουλε͜ιὰ - τὴν ὑπόθεσι κττ. (ἀναθέτω εἰς σὲ τὴν διεξαγωγὴν καὶ ἀπὸ σὲ περιμένω τὴν αἰσίαν ἔκβασιν) σύνηθ. Ἄφ᾿κα τὰ χέριˬα μ᾿ ’ς τ’ ἀμπέλ - ᾿ς τοὺ χουράφ’ κττ. (εἰργάσθην ὑπερβολικῶς εἰς αὐτὸ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἄφ’κα τὰ χέριˬα μ᾿ ἀπάν’ ᾿ς τὰ τείχηˬα (εἰργάσθην καθ᾿ ὑπερβολὴν ὡς κτίστης) αὐτόθ. Συνών. βάζω, βάλλω, βάνω. 3) Ἀπολύω, ἐξαπολύω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τὸ κρασὶ - τὸ λᾴδι ἀφίνει κατακάθι. Ἀφίνω τὸ νερὸ (ἀφίνω αὐτὸ νὰ ρέῃ ἀκωλύτως) κοιν. Ἐφέκεν τὸ κύλλον (ἐξαπέλυσε τὸν σκύλλον) Χαλδ. || Φρ. Ἀφίνω γέλιˬα - κλάματα - φωνὴ ἢ φωνὲς κττ. (γελῶ, κλαίω, φωνάζω). Τὸν ἄφησε ἢ τὴν ἄφησε (ἔκλασε) κοιν. Ἀφίνει τὸ γλυκὸ - τὸ καρυδάκι κττ. (γίνεται ὑδαρέστερον. Καρυδάκι=τὸ ἐκ καρύων γλυκὸ) πολλαχ. Ἀφίνω λόγιˬα (ρᾳδιουργῶ, συκοφαντῶ) Κερασ. 4) Ἐπιτρέπω τινὰ ὑπάρχῃ κοιν. : Ἀφίνω γένεˬια - μαλλιˬὰ - μουστάκι. 5) Ἐμπιστεύομαί τινα εἰς τὴν φροντίδα τινὸς κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Σ’ ἀφίνω ’ς τὸ Θεὸ - ’ς τὴν Παναγιˬά. Ἄφησε τὸ παιδὶ ’ς τὴν ἀδερφή της - ’ς τὴ μάννα της - σὲ ξένη γυναῖκα τττ. κοιν. || ᾎσμ. Ποῦ πάς, ποῦ πάς, νὲ Μάραντε, κ’ ἐμέναν τίν’ ἀφίνεις; --Ἀφίνω σε εἰς τὸ Θεόν, ᾿ς σοὶ δώδεκα Ἀποστόλους Τραπ. 6) Καταλείπω τι ἀποθνήσκων, ἐπὶ περιουσίας κοιν. : Ὁ δεῖνα πέθανε καὶ δὲν ἄφησε τίποτε ἢ ἄφησε μεγάλη περιουσία. β) Κληροδοτῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Πέθανε καὶ τοῦ ἄφησε πολλὰ χρήματα - χτήματα κττ. κοιν. Ἐφέκεν ἕναν χωράφ’ ᾿ς σὸ μαναστήρ᾽ - ᾿ς σὴν ἐγκλεσίαν κττ. Χαλδ. Ὁ γέρως μου πῆε ’ς τὸ καλό, δὲν μ' ἄφησε πρᾶμα Κίμωλ. 7) Ἀποτελειώνω Σέριφ. κ.ἀ.: Ἐκειδά θ’ ἀφήκω τὴν κάλτσα Σέριφ. 8) Ἀναμένω, περιμένω κοιν. : Ἄφησε νὰ δοῦμε τί θὰ γίνῃ καὶ κατόπι βλέπουμε κοιν. || Γνωμ. Ἄφησε νὰ σὲ δείρουν κιˬ ἀπὲ νὰ κλάψῃς (μὴ διαμαρτύρεσαι πρὶν ἀδικηθῇς) Λεξ. Δημητρ. 9) Χαρίζω κοιν.: Τοῦ ἄφησα τὰ μισὰ ἀπ’ ὅ,τι μοῦ χρωστοῦσε. Τοῦ ἄφησα τοὺς τόκους. Τί μοῦ ἀφίνεις; (ἐνν. ἀπὸ τὴν ἀξίαν τοῦ ὑπὸ ἀγορὰν πράγματος) - Σᾶς ἀφίνω τόσες δραχμές. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ.Δ. (Ματθ. 18, 32) «πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με». 10) Ἀποφέρω κοιν. : Ἔχει δουλε͜ιὰ ποῦ ἀφίνει μεγάλα κέρδη. Τὸ πρᾶμα ἀφίνει κέρδος – ζημία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA