Ἄραβος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἄραβος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἄραβος ὁ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Σκοπ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβ- θέμ. τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἄραψ.

Σημασιολογία

1) Ἄραψ Θρᾴκ. (Σκοπ.): Βασιλοκόρ’ γεῖναι, βασίλ’σσα θὰ ἒν᾿, ἄdρα Ἄραβο θὰ πάρ’ (ἐκ παραμυθ.) β) Μεταφ. κακός, σκληρός: ᾎσμ. Mωρὴ σκύλλα, μωρή Ἄραβη, μωρὴ κακὴ γυναῖκα, δὲν εἶν’ κριτήριˬο νὰ κριθῇς, τὸ δίκα͜ιο σου νὰ κρίνῃς; Ἀργυρᾶδ. Συνών. Τοῦρκος. 2) Χριστιανὸς ὀρθόδοξος ἔχων μητρικὴν γλῶσσαν τὴν Ἀραβικήν, ἀραβόφωνος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πβ. Ἀράπης

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/