ἀραγκιˬὼ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραγκιˬὼ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραγκιˬὼ τό, Πελοπν. (Λακων.) Χίος (Καρδάμ.) ἀραgιˬὼ Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀραgιˬὼ ἡ, Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς Ἰταλ ἐπιρρηματ. φρ. a ragione ἢ διαλεκτ. a ragion = ὀρθῶς, πρεπόντως, κατὰ τάξιν. Τὸ θηλ. ἀραgιὼ κατὰ τὰ συνών. δικαιοσύνη, τάξι.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὀρθόν, τὸ πρέπον, τὸ ἁρμόζον ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι ἀραγκιˬὼ νὰ κάμῃς τὸ καὶ τὸ Καρδάμ. Ἀραgιˬὼ εἶναι νὰ φιλοῦν οἱ νέοι τῶ γερόdω τὸ χέρι Θήρ. Ἡ ἀραgιˬὼ εἶναι ἅμα ὁ ἕνας δουλεύῃ ὁ ἄλλος νὰ dὸνε βοηθᾷ Κύθηρ. || Φρ. Εἶναι τ’ ἄραgιˬoῦ (πρέπει) Μάν. 2) Κοινωνικὴ τάξις, θέσις Πελοπν. (Λακων.): Εἶναι τ᾽ ἀραgιοῦ μου. 3) Σειρὰ Πελοπν. (Λακων.): Δὲν εἶναι τ᾽ ἀραgιˬὼ ζου νὰ μοιρολογήσῃς (ζου = σου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA