ἄραγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄραγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄραγμα τό, κοιν. ἄραμα πολλαχ. ἄραμ-μα Σίφν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄραγμα = κρότος, πάταγος.
Σημασιολογία
1) Προσόρμισις καὶ ἀγκυροβολία πλοίου κοιν.: Τόπος γιˬ᾿ ἄραγμα. Ἀπάνω ’ς τ’ ἄραγμα τοῦ βαπωριˬοῦ (κατὰ τὴν προσόρμισιν τοῦ πλοίου). ’Σ τ’ ἄραγμα τοῦ βαπωριˬοῦ δὲν ἦταν κἀμμιˬὰ βάρκα ᾿ς τὸ λιμάνι. Συνών. ἀράξιμο 2, φουντάρισμα. 2) Ὅρμος ἔνθα προσορμίζεται καὶ ἀγκυροβολεῖ πλοῖον Κρήτ. Συνών. ἀραξοβόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA