ἀράδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀράδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστιό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀράδα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀράα Κάρπ. Κύπρ. Χίος κ.ἀ. ἀρὰ Ρόδ. (καὶ ἀράδα) Χάλκ. ἀργάδα Πελοπν. (Λακων.) ᾽ράδα Καππ. (Φάρασ.) ἀράδου Passow Carm. popular. 363.
Ετυμολογία
Ὁ Κορ. Ἄτ. 1,156 τὸ σχετίζει πρὸς τὸ Σλαβ. rad, ὁ GMeyer Neugr. Stud. 4,13 πρὸς τὰ Λατιν. radius, radiare, ὁ ΗPernot ἐν Vollm. Roman. Jahresber. 5,1 (1903) 358 -373 τὸ παράγει ἐκ τοῦ Βενετ. arada, πβ. καὶ ΑHeisenberg ἐν Byzant. Zeitschr. 12,655, ὁ ΝΔεκαβάλλ. ἐν Πρακτικοῖς τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἑταιρείας ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 307 ἐκ τοῦ ὀρὰς παρὰ τὸ ρ. εἴρω, τέλος δὲ ὁ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 30 (1919) Λεξικογρ. Ἀρχ. 3 κἑξ. ἐκ τοῦ οὐράδιον ὑποκορ. τοῦ οὐρά, ὅθεν οὐράδα - ᾽ράδα καὶ κατόπιν ἀράδα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Τὸ ἀρὰ ἐκ τοῦ ἀράα διὰ συγχωνεύσεως τῶν δύο α. Τὸ ἀράδου ὡς ἐπίρρ. κατ᾽ ἀναλογ. τῶν εἰς -ου ἐπιρρ. ὡς καὶ ψηλά - ταψήλου κττ.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Σειρά, στοῖχος προσώπων ἢ πραγμάτων ἐπαλλήλως κατὰ γραμμὴν τασσομένων κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.): Μιˬὰ ἀράδα δέντρα - πιˬάττα - σπίτιˬα - ψωμιˬά κττ. Βάζω τὰ πράματα μὲ τὴν ἀράδα. Βάζω ᾿ς τὴν ἀράδα. Βγάζω ἀπὸ τὴν ἀράδα. Μπαίνω ’ς τὴν ἀράδα. Βγαίνω ἀπὸ τὴν ἀράδα κοιν. Μιˬὰ ἀράα μαρούλιˬα Χίος Βάλλω ᾿ς σὴν ἀράδαν Κερασ. Τραπ. Στέκω 'ς σὴν ἀράδαν Κερασ Τραπ. Μπαίν’ν ᾿ς τ᾽ν ἀράδα Σάμ. || Φρ. Παίρνω τὰ σπίτιˬα’ς τὴν ἀράδα (ἐπισκέπτομαι αὐτὰ τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου) κοιν. Μπαίνω ᾿ς τὴν ἀράδα τῶν γραμματισμένων - τῶν πλουσίων κττ. (ἐγκαταριθμῶ τὸν ἑαυτόν μου παρ’ ἀξίαν εἰς τοὺς γραμματισμένους κτλ.) Ἄνθρωπος τῆς ἀράδας (τυχαῖος, οὐχὶ σπουδαῖος). Ροῦχα τῆς ἀράδας (τυχαῖα, εὐτελῆ). Φαεῖ τῆς ἀράδας (ὄχι μετὰ ἰδιαιτέρας ἐπιμελείας παρασκευασμένον καὶ πολυτελὲς, ἀλλὰ συνηθισμένον) πολλαχ. Βγάζω ἀπὸ τὴν ἀράδα (ἐξαφανίζω) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἁλάτι τ’ς ἀράδας (τὸ σύνηθες ἅλας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνωτέρας ποιότητος τὸ λεγόμενον ἀφράλατο καὶ ἀφρῖνα) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. Συνών. ἀραδαριˬά 1, ἀράδι 1, ἀραδιˬά 1, ἀραδίτσα 1. β) Κοινωνικὴ τάξις προσώπου κοιν: Εἶναι σὲ καλὴ ἀράδα. Αὐτὰ ποῦ κάνεις δὲν εἶναι τῆς ἀράδας σου (δὲν σοῦ ἁρμόζουν). Κάνει παρέα μὲ ἀνθρώπους τῆς ἀράδας του κοιν. Ἡ μάννα της τοῦ εἶπε, σὲ τί ἀράδα εἴμαστ’ ἐμεῖς, μάτιˬα μου, καὶ νὰ μᾶς δώσῃ ὁ βασιλεˬὰς τὴ θυγατέρα του! (ἐκ παραμυθ.) Σῦρ. Συνών. σειρά. γ) Κατάστασις πολλαχ: Τοὺν ἔρρ’ξι σ᾿ ἄ᾿ ἀράδα ἀπ᾽ τοὺ ξύλου Μακεδ. (Βλάστ.) ǁ Φρ. Εἶναι σ’ ἄλλη ἀράδα (ἐπὶ ἐγγύου γυναικὸς) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πελοπν. (Δημητσάν.) 2) Σειρὰ γραμμάτων τυπογραφικῆς σελίδος ἢ χειρογράφου κττ., στίχος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Διˬάβασα - ἔγραψα - ἔμαθα εἴκοσι ἀράδες. Ἓνα γράμμα μὲ δέκα ἀράδες. Γέμισα δυˬὸ ἀράδες κοιν. Βάζω τοὶς ἀράδες ἀπ᾿ τὸ σφιχτῆρα ’ς τὸ σελιδοθέτη (ἐν τυπογραφείῳ) Ἀθῆν. Ὁ σφιχτῆρας χωρεῖ τόσες ἀράδες αὐτόθ. Δύο ἀραδῶν μάθεμαν ’κ’ ἐπόρεσες νὰ μαθάνῃς ἀτο (δύο ἀράδες μάθημα δὲν ἠμπόρεσες κτλ.) Κερασ. || Φρ. Ἔμαθε δυˬὸ ἀράδες γράμματα (ἔχει ὀλίγην μόρφωσιν) σύνηθ. Δυˬόμισυ ἀράδες πρᾶμα (ἐπὶ ἐλαχίστης ποσότητος) Ἀθῆν. 3) Γραμμή, ράβδωσις χρωματιστὴ ἐπὶ χάρτου, ὑφάσματος κττ. σύνηθ.: Μιˬὰ κόλλα χαρτὶ μὲ ἀράδες - χωρὶς ἀράδες πολλαχ. Ἀράδα τοῦ παπλώματος (ἡ χάριν στολισμοῦ διὰ ραφῆς σχηματιζομένη γραμμή, ἡ ὁποία περιθέει τὰς τέσσαρας πλευρὰς τοῦ ἐφαπλώματος εἰς ἀπόστασίν τινα ἀπὸ τοῦ ἄκρου) Ἀθῆν. Ἀράδα τσακιστὴ (ἡ χάριν στολισμοῦ διὰ ραφῆς κανονικῶς σχηματιζομένη τεθλασμένη γραμμὴ ἐπὶ ἐφαπλώματος) αὐτόθ. β) Ὄρυγμα ἐπ’ εὐθείας γραμμῆς πρὸς ἐμφύτευσιν ἀμπέλων κττ. Πελοπν. (Οἱν.) κ.ἀ.: Βγάνω ἀράδες (ὀρύσσω, σκάπτω κτλ.) Οἰν. κ.ἀ. 4) Ὀχετὸς ὕδατος εἰς τοὺς κήπους Νάξ. (Ἐγκαρ.) 5) Στρῶμα ἐπικείμενον ἐπὶ ἑτέρου, συνήθως ἐπὶ ὡρισμένων φαγητῶν σύνηθ.: Γιˬὰ νὰ τὸ κάνῃς αὐτὸ τὸ φαεῖ βάζεις μιˬὰ ἀράδα κρέας καὶ μιˬὰ ἀράδα χόρτα. Γιˬὰ τὴν πίττα βάζει μιˬὰ ἀράδα φύλλο καὶ μιˬὰ ἀράδα γέμισι. Συνών. σειρά, στρῶσι. 6) Σειρὰ ἐν τῇ χρονικῇ ἀκολουθίᾳ κοιν. καὶ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Εἶναι ἡ δική μου ἀράδα νὰ κάμω (τοῦτο ἢ ἐκεῖνο) - νὰ πάω - νὰ πῶ - νὰ τραγουδήσω - νὰ χορέψω κττ. Μοῦ ᾿ρθ᾿ ἡ ἀράδ μου νὰ πάω. Ἦταν ἡ ἀράδα σου νὰ πῇς κ᾽ ἐσὺ δυˬὸ λόγιˬα. Ἦρθ’ ἡ ἀράδα της ν᾽ ἀλέσῃ. Παίρνουν μὲ τὴν ἀράδα τὸ νερό. Ἡ ἀράδα τοῦ νεροῦ (τὸ δικαίωμα τῆς ὑδρεύσεως εἰς ὥραν ὡρισμένην) κοιν. Ἀράδα μου ἦρτεν Οἰν. Τ᾽ ἐμὸν ἡ ἀράδα ἕν᾿ Κερασ. Μὸ dὴ ’ράδα Φάρασ. || Φρ. Δίνω - ἔχω - κρατῶ - παίρνω - πιˬάνω ἀράδα (σειρὰν προτεραιότητος) κοιν. Ἔκλεισε τὴν ἀράδα του (ἀπέθανε) σύνηθ. Κλείνω τὴν ἀράδα μου (ἐκτελῶ τι ἐν τῇ σειρᾷ μου) Πελοπν. (Φεν.) Τρώγου μὶ τ᾽ν ἀράδα (ἄνευ διακοπῆς, συνεχῶς) Μακεδ. (Καταφύγ.) Βγάζου τ᾽ν ἀράδα μ᾽ (φέρω εἰς πέρας τὴν ἣν ἀνέλαβον ἐργασίαν) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πέρασιν ἡ ἀράδα τ᾿ (διῆλθε τὸ ἀνῆκον αὐτῷ μέρος τῆς ζωῆς) Μακεδ. (Βλάστ.) || Παροιμ. Θενά ’ρθῃ κ᾽ ἐμᾶς ἡ ἀράδα μας (θὰ ἔλθῃ ὁ καιρός, καθ’ ὃν θὰ γίνωμεν καὶ ἡμεῖς ἰσχυροὶ καὶ θὰ ἀνταποδώσωμεν τὰ ἴσα εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τώρᾳ μᾶς ἀδικοῦν) σύνηθ. Ἄν εἶσαι καὶ παππᾶς, μὲ τὴν ἀράδα σου θὰ πᾶς (ἕκαστος ὀφείλει ν᾽ ἀναμένῃ τὴν σειράν του μὴ ἀξιῶν νὰ προτιμηθῇ, ὁσάκις πρόκειται νὰ γίνῃ ὑπὸ πολλῶν χρῆσις κοινοῦ τινος πράγματος ἤ διανομὴ τις εἰς πολλοὺς ἴσα ἔχοντας ἐπὶ τοῦ διανεμομένου δικαιώματα) κοιν. Ἀράδα δίνε κ᾽ ἔπαιρνε (πρὸς ἀποφυγὴν δυσαρεσκειῶν τήρει τὴν τάξιν τῆς προτεραιότητος εἴτε διανέμων εἴτε λαμβάνων) Ἰόνιοι Νῆσ. Μὲ τὴν ἀράδα ἔρχεται τὸ καυκὶ (καθὼς εἰς τὰ συμπόσια περιάγεται κατὰ σειρὰν τὸ ποτήριον εἰς ὅλους τοὺς συνδαιτυμόνας, οὕτω καὶ εἰς τὸν κόσμον τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακὰ διαδέχονται ἄλληλα) Ἤπ. Συνών. ἀραδιˬά 2, ἀραδίτσα 2, ἀραδούλλα. 7) Καιρὸς, περίστασις πολλαχ.: Δὲν εἶν’ τώρᾳ ἀράδα γιˬ᾿ ἀστεῖα Ἀθῆν. Ἔρθε ἀράδα ποῦ ἔβγαλα εἴκοσι οκάδες μέλι Κύθν. Τώρᾳ εἶνι ἀράδα νὰ μοιραστοῦμι Θρᾷκ. (Ἀδριανούπ.) Β) Ἐπιρρηματ. 1) Κατὰ σειρὰν κοιν.: Παίρνω ἀράδα τὰ σπίτια (ἐπισκέπτομαι τὰς οἰκίας τὴν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης). Πάνε ἀράδα (ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου). Βάζω ἀράδα τὰ καθίσματα - τὰ παιδιˬὰ κττ. (τοποθετῶ κατὰ γραμμήν). Ὅλοι ἀράδα ἀρρωστήσανε ἀπὸ γρίππη. Ζητε͜ιανεύει ἀράδα (περιέρχεται κατὰ σειρὰν τὰς οἰκίας καὶ ἐπαιτεῖ) κοιν. Οἱ κωπέλλες πάν ἀράδ’ ἀράδα Κρήτ. Ἀράδ’ ἀράδα πάνι τὰ πρόατα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀράδ᾽ ἀράδα ἔδα τοὶς λίρες (κατὰ σειρὰν τοποθετημένες εῖδα τοὶς λ.) Σέριφ. Ἀράα ᾽ράα ἦταν τὰ μαρούλιˬα Χίος || Φρ. Τοὺς παίρνω ἢ τὰ παίρνω ἀράδα (δὲν κάμνω οὐδεμίαν διάκρισιν αὐτῶν, κρίνω ὅλους ἢ ὅλα ἐξ ἴσου) πολλαχ. || Ἄσμ. ᾽Ξήντα καράβιˬα ἀρμένιζαν τὰ ᾿ξήντ᾿ ἀράδ’ ἀράδα Πελοπν. (Κυνουρ.) Καράβιˬα, ἐλᾶτ’ ἐδῶ ’ς τὴ γῆ, κάτεργα ἐλᾶτ’ ἀράδου Passow ἔνθ’ ἀν. Τρία ἄστρα ᾽ναι ᾽ς τὸν οὐρανὸν καὶ πάν ἀρὰν ἀράδα, τὰ δgυˬὸ εἶν᾿ ἡ νύφ-φη κιˬ ὁ γαμπρὸς καὶ τ᾿ ἄλλον ἡ κουμπάρα Ρόδ. Συνών. ἀραδαριˬά 2, ἀράδι 1β, ἀραδιˬαστά, ἀραδικά, ἀραδικῶς, ἀραδωτά β) Κατ᾽ εὐθεῖαν γραμμὴν χωρὶς παρέκκλισιν πολλαχ.: Πηγαίνω - τραυῶ ἀράδα. 2) Αὐτοστιγμεί, ἀμέσως (ἡ χρονικὴ συντομία ἐννοεῖται εὐκόλως ἐκ τῆς τοπικῆς) πολλαχ.: Ἔρχομαι - πηγαίνω ἀράδα. || ᾎσμ. Ἐσθὴρ μὲ φρονιμάδα | καὶ μεγάλη νοστιμάδα ἀποκρίθηκεν ἀράδα Ἤπ. (Ἰωάνν.) Συνών. ἀραδίς. 3) Ἤδη Κέρκ.: Ἔρχετ’ ἀράδα. β) Μόλις Κέρκ.: Ἀράδα ξεκινάει. 4) Συνεχῶς (ἡ σημ. ἐκ τῆς κατ’ ἐπανάληψιν γινομένης πράξεως) κοιν. Βαρῶ - κλαίω - τρώγω ἀράδα. Τὰ ψώνιˬα ἔρχονται ἀράδα ᾿ς τὸ σπίτι του. Βρέχει ἀράδα κοιν. Ὁ τρύγος γίνεται ἀράδα (ἤτοι τρυγῶνται ὅλαι αἱ σταφυλαὶ κατὰ συνέχειαν καὶ ὄχι κατ᾿ ἐπιλογὴν, διότι ὅλαι εἶναι ὥριμοι) Ζακ. Κά’ προυσιφκὲς ἀράδα (προσεύχεται συνεχῶς) Αὶτωλ.: ᾌσμ. Τρία τουφέκιˬα τοὺν βαροῦν, τὰ τρία ἀράδ’ ἀράδα, τὸ ’να τοὺν κρούει ᾿ς τὰ πλευρὰ κὶ τ’ ἄλλου ’ς τοῦ κιφάλι (τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου) Μακεδ (Δεσπότ.) Τὰ τρία ἀράδα ἔκλαιγαν, πικρὰ μοιριˬολογοῦσαν CFauriel Chants popul. 126. Συνών. ἀραδικὸ (ἰδ. ἀραδικός 3)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA