ἀράδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀράδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀράδι τό, Κάλυμν. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Μεσσ.) κ.ἀ. ἀράδ᾿ Στερελλ. (Καλοσκοπ. Κλών. Παρνασσ. κ.ἀ.) ᾿ράδι Θρᾴκ. (Βιζ.) Πελοπν. (Πύλ.) Ρόδ. κ.ἀ. ’ράι Νίσυρ. ’ράδ᾿ Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα.
Σημασιολογία
1) Σειρὰ προσώπων ἢ πραγμάτων κατὰ γραμμὴν τιθεμένων, ἀράδα Κάλυμν. Σάμ. κ.ἀ. Ἔ’ ἕνα ᾿ράδ’ δόντιˬα σὰ μαργαρ’τάριˬα Σάμ. || Παροιμ. Ἄν εἶσαι καὶ παππᾶς, εἶσαι μὲ τ᾿ ἀράδι σου (διὰ τὴν σημ. ἰδ. ἀράδα) 6) Κάλυμν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράδα Α 1. β) Ἐπιρρηματ., κατὰ σειρὰν, κατὰ γραμμὴν Θρᾷκ. (Βιζ). Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Τρία κρεββάτιˬα ἤμασταν τὰ τρία ᾿ράδι ᾿ράδι, ’ς τὸ ’να κοιμᾶτ' ἡ μάννα μου καὶ ’ς τ’ ἄλλο ἡ ἀδερφή μου καὶ ᾽ς τ’ ἄλλο τὸ μικρότερο κοιμοῦμ’ ἐγὼ μονάχος Βιζ. Ἔχεις στόμα ζαχαρᾶτο | καὶ ροδόσταμο γεμᾶτο, ἔχεις δόντιˬα ᾿ράδι ᾿ράδι | σὰν κουνιˬὰ μαργαριτάρι Ρόδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράδα Β1. 2) Ἡ περίοδος τῆς συγκομιδῆς τοῦ γάλακτος ἀναλόγως τῆς παραγομένης ποσότητος, οἷον μέχρι τῆς 20 Ἰουνίου τελειώνει ἕνα ἀράδι καὶ ἔπειτα ἀρχίζει ἄλλο Στερελλ. (Καλοσκοπ. Κλών. Παρνασσ. κ.ἀ.) 3) Δίοδος, ὁδὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Πύλ.): Ἐμεῖς ἀπὸ τὸν καιρὸ ποῦ ἐστήθη ὁ κόσμος ἀποδῶ ἔχουμε τ᾿ ἀράδι γιˬὰ τ᾿ ἀμπέλι μας Ἀρκαδ. Ἀποδῶ ἔχει τ’ ἀράδι του Βούρβουρ. || ᾎσμ. Νά ’ξερα ποῦ ’ν’ τὸ ᾿ράδι σου καὶ ποῦ ’ν’ ἡ δεμοσιˬά σου! (ἀποποῦ περνᾷς τακτικὰ ἢ συνηθίζεις νὰ περνᾷς;) Πύλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράδιˬασι 1 4) ᾽Οπὴ τῆς κυψέλης χρησιμεύουσα ὡς δίοδος τῶν μελισσῶν Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA