ἀραδιˬαζυνέσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραδιˬαζυνέσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀραδιˬαζυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀραδιˬάζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.- υνέσκω.

Σημασιολογία

1) Τοποθετῶ κατὰ σειρὰν: Ἀραδιˬαζυνέσκει τοὶς καρέgλες ὄξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο. Ἀραδιˬαζυνέσκει τὰ δεμάτιˬα καὶ δὲ dα κάνει σωρό. 2)Λέγω ἐπαλλήλως: Ἀραδιˬαζυνέσκει βλακεῖες. Πβ. ἀραδιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/