ἀραδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀραδιˬάζω κοιν. ἀραδιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Κύμ.) Τσακων. ἀραδζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀρα-διˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀραδκιˬάζω Κύπρ. ἀργαδιˬάζω Πελοπν. (Λακων.) ᾽ραδιˬάδω Κῶς Ρόδ. ᾽ρατζάτζω Ἀστυπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀράδα).
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Τάττω, τοποθετῶ κατὰ σειρὰν πρόσωπα ἢ πράγματα κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Κερασ.): Ὁ δάσκαλος ἀραδιˬάζει τὰ παιδιˬά. Ὁ ἀξιωματικὸς ἀραδιˬάζει τοὺς στρατιˬῶτες. Ἀραδιˬάζω πέτρες - καρέκλες κτλ. (συνών. φρ. βάζω ’ς τὴν ἀράδα). Ἀράδιˬασέ τα νὰ διˬαλέξω ὅπο͜ιο θέλω. Ἀραδιˬάζονται γῦρο ’ς τὴ φωτιˬά. Ἄραδιˬαστῆτε γιˬὰ νὰ χορέψωμε κοιν. Ἀραδιˬασμένες καρέκλες. Βαρέλλιˬα ἀραδιˬασμένα. Ἀραδιˬάζονται ἑβδομήντα καμάκιˬα (πλοιάρια μετὰ καμακιστῶν) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Ἀργαδιˬάστηνα τὰ πρόβατα (ἀραδιάστηκαν) Πελοπν. (Λακων) ᾽Ρατζάτζουνται οὕλτες ᾿ς τὸ γῦρο (οὕλτες = ὅλες) Ἀστυπ. Τέσσερεις λαοὶ περνοῦν ἀραδκιˬασμένοι (λαοὶ = λαγοὶ) Κύπρ. || Φρ. Ὁ δάσκαλος τοῦ ἀραδιˬάζει μηδενικὰ (τὸν βαθμολογεῖ πάντοτε μὲ τὸ μηδέν). Ἀραδιˬάζει κορίτσιˬα - παιδιˬὰ (γεννᾷ συνεχῶς) κοιν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. Καὶ ἀμτβ. τάσσομαι εἰς σειρὰν Στερελλ. (Κλών.): Ἀράδιˬασαν τὰ γίδιˬα. Συνών. φρ. μπαίνω ’ς τὴν ἀράδα. β) Ἀμτβ. προβαίνω, προχωρῶ συντεταγμένος εἰς σειρὰν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,73: Ποίημ. Ἀράδιˬαζε ἀπὸ διˬάρραχο μικρὸ κοπάδι κιˬ ἄσπρο καὶ κἄπου ἀκούοταν σαλαγή, κἄπου βραχνὴ φλογέρα. γ) Ἐνεργ. καὶ μέσ. πηγαίνω που καὶ ἐπιστρέφω καὶ πάλιν πηγαίνω, πηγαινοέρχομαι εἰς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν τόπον. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Κλων. Λεπεν.) Σάμ. κ.ἀ.: Ἀραδιˬάζουμι ᾿κεῖ ὅ᾿ μέρα Λεπεν. Ἱκεῖ ᾽ς τοὺ πλατά’ ἀραδιˬάζ’νι οὑ κόσμους Αἰτωλ. Ἀραδιˬάζ’νι οἱ μέ’σσις αὐτόθ. Ἀραδιˬάζ’νι τὰ μιρμήγκιˬα αὐτόθ. Τί ἀραδιˬάεις ἀπάν’ κὶ κάτ’; Κλών. Πόσου κιρὸ ἀραδιˬάστ᾿κα! (πόσες φορὲς ἐπῆγα καὶ ἐγύρισα χωρὶς νὰ κάμω τίποτα!) Σάμ. Ξέφραγο ἦταν τὸ χτῆμα κιˬ ἀράδιˬαζαν οἱ στρατοκόποι μερόνυχτα ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολογ. 77. 2) Συνείρω, συναρμολογῶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,231: Ἀραδζω φλιρία (φλωριὰ) Κερασ. Ἀραδζω τὸ τεζπίχιν (κομβολόγιον) αὐτόθ. Ποιημ. Ἔκλαψε ἀπαρηγόρητη τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ἀράδιˬασε τὸ λείψανο ’ς ὁλόχρυσο σιντόνι (βραχυλ. ἀντὶ τὰ μέλη τοῦ κομματιασμένου λειψάνου) ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. 3) Τάττω κατ’ ἀραιὰ διαστήματα, ἀραιώνω Κρήτ.: Ἀράδιˬασέ τα νὰ τὰ δῇ ὁ ἥλιˬος, γιˬατὶ θ’ ἀργήσουνε νὰ ξεραθοῦνε. 4) Μετρῶ Ἀθῆν.: Ἀράδιˬασε τὰ πεπόνιˬα καὶ πές μου πόσα εἶναι. 5) Κατανέμω τι εἰς ὥρας ὡρισμένας, ἐπὶ ὕδατος Λεξ. Δημητρ.: Ἀράδιˬασαν τὸ νερό. 6) Βαδίζω κατ᾽ εὐθεῖαν γραμμὴν Ἀστυπ. Β) Μεταφ. 1) Ἀφηγοῦμαι, λέγω (κυρίως κατὰ σειρὰν) κοιν. Κάθισε καὶ μᾶς ἀράδιˬασε ὅσα εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Καθὼς εἴμαστε ὅλοι μαζωμένοι μᾶς ἀράδιˬασε ἀρκετὰ παραμύθιˬα. Μᾶς ἀράδιˬασε ἕνα σωρὸ λέξεις κοιν. || Ποιήμ. Βολὲς μὲ κάνει νὰ γελῶ, βολὲς ν᾽ ἀναστενάζω, βολές νὰ κλαίω καὶ βολὲς τραγούδιˬα ν᾿ ἀραδιˬάζω ΚΚρυσταλλ Ἔργα 2.13. Ἔνα ᾿σπερ᾽νὸ ποῦ ἀράδιˬαζε τέτο͜ιους καημοὺς ᾿ς τ’ ἀστέρι ὁ ἔρωτεμένος ὁ βοσκὸς γερμένος ’ς τὸ ραβδί του κ’ ἔκρυβε’ς τὰ δυˬὸ χέριˬα του τὰ μάτιˬα του ποῦ κλαίγαν αὐτόθ. 2,70. β) Ἐκφέρω λόγους ἐπανειλημμένους, συνήθως ἐπὶ ὕβρεων, ἀρῶν, ἐπιπλήξεων κττ. σύνηθ.: Τῆς ἀραδιˬάζει κατάρες. Τόση ὥρα τοῦ ἀραδιˬάζει! (ἐνν. βρισιὲς, ἐπιπλήξεις κττ.) Τῆς ἀράδιˬασε ἕνα σωρό! σύνηθ. Ἃμα μ᾽ ἀνεgάσουνε, ἀραδιˬάζω ἕνα σωρὸ εὐκές! (ἀντὶ κατάρες κατ᾿ ἀντίφρασιν) Νάξ. 2) Ἐπιπλήττω Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κωνπλ. κ.ἀ.: Ἀν τὸ μάθῃ ἡ μητέρα μου, θὰ μ’ ἀραδιˬάσῃ Κωνπλ. Μὲ ἀράδιˬασαν ὅπου δὲν ἦρθα γλήγορα Ἤπ. β) Ὑβρίζω Ἤπ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Τὴν ἀράδιˬασε Ἑρμούπ. 3) Κατηγορῶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πβ. ἀραδίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA