ἄφνου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφνου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄφνου ἐπίρρ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἄφου Νάξ. (Τρίποδ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σύμ. ἄφουα Νάξ. (Κορων.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἄφνου , ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἄφνω.

Σημασιολογία

1) Αἴφνης, ἀπροσδοκήτως ἔνθ’ ἀν. : Φρ. Ἄφνου κατάφνου (ὅλως ἀπροσδοκήτως) Ἀπύρανθ. Ἄφου κατάφου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κορων. Ρόδ. Σύμ. Συνών. ἀκράφνου, ἄφνιδα, ἄλλα συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅπαξ 4 καὶ ἀρπάζω Α1γ. 2) Ἄνευ εὐλόγου ἀφορμῆς, ἄνευ αἰτίας, παραλόγως : Ἐχαλούσανε τσοὶ ἀθρῶποι ἐτσὰ ἄφου κατάφου (ἐκ διηγ.) Νάξ. Τὸν ἐκαταπιˬάσθην ἄφου κατάφου Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/