ἄφοβος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφοβος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφοβος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἄφουβους βόρ. ἰδιώμ. ἄφοος Κύπρ. Μεγίστ. ἀνέφοβος Θρᾴκ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄφοβος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ φοβούμενος, ὁ μὴ λαμβάνων ὑπ᾿ ὄψιν τὸν κίνδυνον, γενναῖος, τολμηρὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) : Ἄφοβος ἄντρας. Ἄφοβη γυναῖκα. Ἄφοβο παλληκάρι κοιν. || Φρ. Ἄφοος τοῦ Θεοῦ (ὁ μὴ φοβούμενος τὸν Θεὸν) Κύπρ. Μεγίστ. Τί ἔκανις, ἄφουβι τ᾿ Θιοῦ Ἴμβρ. Συνών. ἀδείλιˬαστος, ἀνεντήρητος, ἀξύπαστος1, ἄσκιˬαχτος 3, ἀτρόμαχτος, ἀτρόμητος, ἄτρομος, ἀφοβέριστος 2, ἀφόβιστος, ἀφοβόκαρδος, ἀντίθ. δειλός, φοβιτσιˬάρις. 2) Ὁ μὴ προξενῶν φόβον, ἀκίνδυνος, ἀβλαβὴς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ (Κερασ.): Ἄφοβα λόγιˬα Ἀρκαδ. Ἄφοβον γιˬατρικὸν Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA