ἀραδικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραδικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀραδικὸς ἐπίθ. ΚΟἰκονόμ. Δοκίμ. 3,34 - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. ἀραδ’κὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.) ἀραδικὸ τό, Θεσσ. (Ὄλυμπ.) κ.ἀ. ἀραδ’κὀ Λεσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Καστορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐπίλεκτος, ὁ μὴ ἔχων τι ἔκτακτον, κοινὸς (πβ. ἀράδα Α1) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ. ΚΟἰκονομ. ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Αἰν. Δημητρ.: Σπίτι ἀραδικὸ Λεξ. Δημητρ. Ἄλουγου ἀραδ’κὸ Αἰτωλ. Δὲν εἶν’ ἀραδ’κὸς ἄθρουπους αὐτόθ. β) Οὐδ. ἀραδικὸ οὐσ., τὸ πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων κοινῶν, σύγκλυς ὄχλος Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Ἐννεˬὰ χιλιˬάδες πέθαναν κοράσιˬα γιˬὰ δασκάλα καὶ ἄλλες ἐννεˬὰ μᾶς πέθαναν ὅλο παλληκαράκιˬα κιˬ ἂν ἐρωτᾷς γιˬ᾿ ἀραδικό, λογαριˬασμὸ δὲν ἔχουν. 2) Οὐδ. οὐσ., ἡ καθ’ ὅλην τὴν σειρὰν τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος εἰς ὡρισμένας περιστάσεις κρεοφαγία, μὴ ἐξαιρουμένης τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, ἐπιτρεπομένη θρησκευτικῶς Μακεδ. (Καστορ.) κ.ἀ.: Ἀραδ’κὸ ἔχουμι Μακεδ. 3) Οὐδ. ἐπιρρηματ., συνεχῶς Λεσβ.: Ρίχτ' ἀραδ’κὸ (βρέχει διαρκῶς). Συνών. ἀράδα Β4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/