ἀφόρεσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφόρεσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφόρεσι ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀφορίζω.

Σημασιολογία

Νόσος προερχομένη ἐξ ἀρᾶς ἢ δυσμενείας ἱερωμένου ἢ ψυχορραγοῦντος συγγενοῦς καὶ φίλου

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/