ἀφόρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφόρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀφόρετος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀφόρετε Τσακων. ἀφόριτους βόρ. ἰδιώμ. ἀνιφόρ’τους Θεσσ. ἀφόριγος σύνηθ. ἀφόρ’γους βόρ. ἰδιώμ. ἀφόρεγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. ἀφόρεος Παξ. ἀφόριος Ἄθ.͵ Βιθυν. (Κατιρ.) Ζάκ. Θρᾴκ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Λακων. Λάστ. Μάν.) Σύμ. Χίος κ.ἀ. ἀφόριος Κάρπ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀφόριους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ.) Μακεδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀφόρητος. Περὶ τοῦ τύπ. ἀνιφόρ’τους, ὁ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεφόρετος, ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ. Ὁ τύπ. ἀφόριγος κατὰ τὰ εἰς -γος ἐπίθετα, τὰ ὁποῖα ἀντιπαράκεινται εἰς τὰ εἰς -στος καὶ -χτος, οἷον ἀχόρταστος καὶ ἀχόρταγος, ἄφραχτος καὶ ἄφραγος κττ. .

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φορεθείς, καινουργής, ἐπὶ ἐνδυμάτων ἐν γένει καὶ ὑποδημάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Τσακων.: Ἀφόρετο παλτὸ - ροῦχο κττ. Ἀφόρετα παπούτσιˬα. Ἀφόρετη φορεσιˬά. Ἀφόρετες κάλτσες κοιν. Ἀφόριγον ζουπούνα Κερασ. Ἀφόριˬα ’ναι ὅλη ἡ προῦκα τζη Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Λουκιαν. Λεξιφ. 9 «ἀφόρητα ὑποδήματα ». Συνών. ἄβαλτος 2, ἀβάλωτος 2, ἀβάσταχτος 2, ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2, ἀμεταχείριστος, ἀναίτιος 2, ἀνέγκαιρος 2, ἀνέργιˬος 1, ἀνοίγατος, *ἀνοίγωτος, ἀπάννιστος 2, ἄπαννος, 1, ἄπιˬαστος 2, καινούργιˬος. β) Ὁ μὴ τεθεὶς εἰς χρῆσιν, ἀμεταχείριστος, καινουργὴς ἐπὶ σκευῶν κττ. Πολλαχ.: Ἀφόριγη χύτρα Μεσολόγγ. Ἀφόριγα κουτάλια - πιρούνια κττ. Πελοπν. Ἀφόριγος σουγιˬᾶς Πελοπν. (Ἀργολ) Ἀφόριο καρφὶ Πελοπν. (Γορτυν) Ἀφόρ᾿γου τ᾿γά’ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἀφόριˬο πινάκι Θρᾴκ. Ἀφόριˬα ποτήριˬα Κρήτ. Ἀφόριο λαΰνι Κάρπ. || ᾎσμ. Σὰν εἶν’ ἀφόριˬο τὸ γυˬαλί, βάνω νερὸ καὶ πίνω, μὰ σὰ δὰ πίνουμε πολλοί, μισσεύγω καὶ τ᾿ ἀφίνω Κρήτ. Συνών. ἀλάτρευτος 2. 2) Ὁ μὴ φθαρείς, στερεὸς Βιθυν. (Κατιρ.): Αὐτὸς τὸ ροῦχο του τὄχει ἀκόμα ἀφόριο. Συνῶν. ἀπάλα͜ιωτος. 3) Ἄμεικτος ξένης οὐσίας, ἁγνὸς Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. κ.ἀ. Ἀφόριγο κερί. 4) Ὁ μὴ ἐνδεδυμένος, γυμνὸς Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀκόμαν ἀφόρετος εἶμαι Κερασ. Σάντ. Τραπ. Πβ. ἀφόριστος, ἄφορος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/