ἀναβρέχω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβρέχω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβρέχω ἁμάρτ. ᾿νεβρέχω Πόντ.(Κρώμν.) ᾽νεβράχω Πόντ. (Χαλδ.) Μες. ἀναβρέχομαι Λεξ. Δημητρ. ἀνεβρέχομαι Σῦρ ᾽νεβράχκομαι Πόντ.(᾽Αμισ.) ᾿νεβράχκουμαι Πόντ.(᾽Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿νεβράγομαι Πόντ.(᾽Αμισ.) ᾿νεβράγουμαι Πόντ.(᾽Αμισ.) Μετοχ ᾽νεβράγμένος Πόντ.(Χαλδ.) ᾽νεβραμένος Πόντ (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. βρέχω. Παρ ᾿Αριστοτ. Προβλήμ. 21,6 διάφορος γραφὴ ἀναβρεχθέντες, ἀντὶ τῆς ὁποίας προτιμᾶται βρεχθέντες.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι διάβροχον, διαβρέχω ἔνθ’ἀν.: Ἐνέβραξα τὸ μαντήλι μ᾽ Πόντ. (Χαλδ.) ᾿Αναβράχηκαν τὰ ξύλα Λεξ. Δημητρ. Ἔβρεξεν κ᾽ ἐνεβράχταν τὰ στάα ᾿ς σ᾽ ἁλών᾽(στάα=στάχυα) Χαλδ. Εἶναι ἀνεβρεμένα τ᾿ αὐλάτσιˬα Σῦρ. Τὰ λώματα ’νεβραγμένα εἷναι (λώματα=ἐνδύματα) Χαλδ. ‖ Φρ. Ἐνεβράχτεν κ ἐγέντον κουκουκούρα (κουκουκούρα : ἀνδρείκελον περιφερόμενον ὑπὸ παίδων καὶ περιλουόμενον ἄνωθεν ἐκ τῶν οἰκιῶν πρὸς μαγικὴν πρόκλησιν βροχῆς) αὐτοθ. ‖ Αἴνιγμ. Ἔχω ἕναν σανιδόπον καὶ πάντα ἔν᾿ ‘νεβραμένον (ἡ γλῶσσα) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA