βλόγημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλόγημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλόγημα τό, εὐλόγημαν Πόντ. (Κολων.) εὐλόεμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) εὐλόημα Νάξ. βλόγημα σύνηθ. βλόημα Καππ. (Σίλ.) Κρήτ. Μέγαρ. Μεγίστ. Πάρ. Σαλαμ. κ.ἀ. βλόgημα Καλαβρ. (Μπόβ.) βλό’μα βόρ. ἰδιώμ. βλόημα Εὔβ. εὐλόιμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλογῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. εὐλόισμαν ἐκ τοῦ εὐλοΐζω παρὰ τὸ βλογῶ.

Σημασιολογία

1) Εὐλογία ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ἐννοίᾳ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κολων. Τραπ. Χαλδ.) –Λεξ. Δημητρ.: Ἀσ᾽ σῆ Χριστοῦ τ᾿ εὐλόγημαν ἐχρυσῶθεν τὸ νερὸν (ἐκ παραμυθ.) Κολων. ‖ Παροιμ. Γιˬὰ νερὸ ποῦ σάπισε δὲ φελᾷ τὸ βλόγημα (ἐπὶ κακοῦ ἀνεπανορθώτου) Λεξ. Δημητρ. 2) Συνήθως κατὰ πληθ. βλόγα. ὃ ἰδ.. σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλ.): Καλὰ βλογήματα! (εὐχὴ) σύνηθ. Λήγουρα βλουγήματα Στερελλ. (Ἀράχ.) || ᾎσμ. Πέρασα κανάλι κιˬ ἄγρια κύματα γιˬὰ νά ’ρθω ᾽ς τὴ χαρά σας καὶ τὰ βλοήματα Πάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/