βλόγησι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλόγησι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλόγησι ἡ, Καππ. (Σίλ. Σίλατ.) –Λεξ. Βλαστ. 13, 75 καὶ 273 Δημητρ. βλόησι Καππ. (Ἀνακ.) Κρήτ. Σκῦρ. –Λεξ. Δημητρ. βλόη’ Εὔβ. (Στρόπον.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σαμ κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. εὐλόγησις ἀπὸ τὸ ρ. εὐλογῶ.

Σημασιολογία

1) Εὐλογία, εὐχὴ τοῦ ἱερέως Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Δημητρ. 2) Βλόγα, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Στρόπον.) Καππ. (Σίλ. Σίλατ.) Κρήτ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ. Σκῦρ. κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ.: Πῆγα ’ς τὴ βλόησι, φί᾽κα τὰ στεφάνιˬα τσ’ ἔφ’γα Σκῦρ. Τίμνις βλόησις, χαρούμε’ (εὐχὴ πρὸς μνηστευθέντας. τίμνις=τίμιες) Στρόπον. || Φρ. Μ᾽ ὴ βλόη’ (ὁ ἀρραβὼν) Χαλκιδ. ‖ ᾎσμ. Τὴ νύφη μας τὴν πήρανε | καὶ ’ς τὴ βλόγησι τὴν πήγανε Σίλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 1031 -2 (ἔκδ. ΔΜαυροφρύδ. σ. 246) «ἐποῖκαν, ἐξεφάντωσαν, ἐπαῖξαν, ἐχορέψαν, | μετὰ δὲ τὴν εὐλόγησιν ἀπεμερίμνησάν τους».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/