ἀνάβρυσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάβρυσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάβρυσι ἡ, Ἤπ
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναβρύω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αναπήδησις ὕδατος ἐκ τῆς γῆς ὡς τοῦ πίδακος : Ἐδῶ τὸ νερὸ ἔχει ἀνάβρυσι. Πήδησε ἠ γίδα σὰν τὴν ἀνάβρυσι. Συνων. ἀναβρύσιˬασμα. Πβ. ἀνάβρυσμα. 2) Τὸ μέρος, ἔνθα ἀναβλύζει ὕδωρ Συνών. ἀναβρικός Β 2 Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνάβρυσ’ καὶ ὡς τοπων. Στερελλ (Παρνασσ.) Πβ. ἀναβάλλουσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA