ἀναβρύσιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβρύσιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναβρύσιˬασμα τό, Κέρκ. -ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ.7.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναβρυσιˬάζω.

Σημασιολογία

᾿Ανάβρυσις, ἐκπήδησις ὕδατος ἔν’θ’ ἄν.: Ποίημ. Καὶ βγάζει ἕνα μουρμούρισμα βραχνὸ καὶ θαραπεύει τὰ διψασμένα χώματα μὲ τὸ ἀναβρυσιˬασμά του ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀνάβρυσι Ι Πβ. ἀνάβρυσμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/