βλογητάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλογητάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βλογητάρις ὁ, ἀμάρτ. βλοητάρις Παξ. βλοητάρι τό, Θήρ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βλογητός καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρις.
Σημασιολογία
Ι) Ὁ ἱερεὺς (ὡς ἐκφωνῶν πρὸ πάσης ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς ἢ ἀκολουθίας ἢ εὐχῆς τὴν φράσιν «εὐλογητός ὁ Θεὸς ἡμῶν κτλ.») Παξ. β) Οὐδ., ἡ ἀρχὴ (διότι ἡ εἰρημένη φράσις ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴν πάσης τελετῆς κτλ.) Παξ.: Κάνω τὸ βλοητάρι (κάμνω τὴν ἀρχήν). ΙΙ) Οὐδ., μεγάλη οὐλὴ τῆς νόσου εὐλογίας κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μικρὰς Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA