βλογητικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλογητικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλογητικὸς ἐπίθ. εὐλογητικὸς Κάρπ. Κάσ. Κορσ. Κρήτ. Κύπρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν. Τριφυλ.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ. εὐλοητικὸς Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. βλογητικὸς Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Γερμ. Λακων. Μάν. Τριφυλ.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Βλαστ. 411 βλοητικὸς Ἄνδρ. Πελοπν. (Μάν) κ.ἀ. βλουητ’κὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Πληθ. οὐδ. βλοϊστικὰ τά, Κρήτ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. εὐλογητικός. Πβ. Χρον. Μορ.

Σημασιολογία

Η στ. 3272 κἑξ. (ἔκδ. JSchmitt) «ὅστις εἶχεν τοῦ μισὲρ Ντζιὰν ντὲ Πασσαβᾶ θυγάτηρ | γυναῖκαν του εὐλογητικὴν καὶ μετὰ ἐκεῖνον ἀπῆρεν ǀ εἰς ἄντρα εὐλογητικὸν τὸν μισὶρ Ντζὰ ἐκεῖνον». Τὸ βλογιστικὰ κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα. 1) Νόμιμος, ἐπὶ συζύγου Κέρκ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Γυναῖκα του εὐλογητικε͜ιά γλήγορα νὰ τὴν πάρῃ Κέρκ. 2) Οὐσ. α) Νόμιμος σύζυγος ἔνθ᾽ ἀν.: Καλὸς κακός, εἶναι βλοητικὸς (ἐπὶ συζύγου τὸν ὁποῖον ἡ σύζυγος ὀφείλει ὁπωσδήποτε ν’ ἀνέχεται) Ἄνδρ. || ᾌσμ. Τοῦτος εἶναι κιˬ ὁ ἄντρας μου κιˬ ὁ ἀγαπητικός μου κ᾿ ἡ δεξιά μου ἀγκαλεˬὰ κιˬ ὁ εὐλογητικός μου Χίος Δράκω, νὰ φάς τὴν φάουσαν, νά φάς τὴν τεφαλήν σου, παρὰ νὰ φάς τὸν ἄντραν μου, τὸν εὐλοητικόν μου Κύπρ. Μὴν ἔχῃς εὐλογητικε͜ιά, μὴν εἶσ᾽ ἀλλοῦ ταμένος; -Δὲν ἔχω ’γὼ βλογητικε͜ιά, δὲν εἶμ᾽ ἀλλοῦ ταμένος Κάρπ. Τὴν κόρη ποῦ ᾿δα σήμερα γεναῖκα θὰ τὴν πάρω, γεναῖκα κ᾿ εὐλοητικὴ μὲ τὸ χρυσὸ στεφάνι Νίσυρ. Συνών. βλογητής, βλογητὸς 2α. β) Μνηστὴρ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χίος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρραβωνιˬαστικός. γ) Οὐδ. πληθ. βλογιστικά, ἡ χρηματικὴ ἀμοιβὴ ἡ διδομένη εἰς τὸν εὐλογοῦντα τὸν γάμον ἱερέα Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/