βλογητὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλογητὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλογητὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. εὐλογητὸς Προπ. (Κύζ.) εὐογητὲ Τσακων. βογητὲ Τσακων. εὐλογητὸς ὁ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) εὐλοητὸς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) εὐλογητὸς τό, Κεφαλλ. Κέρκ. κ.ἀ. βλοητὸς Παξ. κ.ἀ. εὐλογητὸ Βιθυν. (Κατιρ.) Κύθν. κ.ἀ. εὐλοητὸ Θήρ. βλογητὸ Λευκ. κ.ἀ. βλου’τὸ Λέσβ. βλοητὸ Εὔβ. Θήρ. Κρήτ. Μέγαρ κ.ἀ. βλουηˬτὸ Εὔβ. (Ἄκρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπίθ εὐλογητὸς=εὐλογημένος.

Σημασιολογία

1) Ὁ φέρων τὴν εὐλογίαν, τὴν εὐτυχίαν Τσακων.: Φρ. Οὕρα κὰ τζαὶ βογητά! (ὥρα καλὴ καὶ εὐλογημένη, εὐχὴ κατὰ τοὺς ἀρραβῶνας, κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς τελέσεως τοῦ γάμου καὶ εἰς ταξιδεύοντα). 2) Οὐσ. α) Νόμιμος σύζυγος Προπ. (Κύζ): ᾎσμ. Ὄχι γυναῖκα μοναχή, ἀλλὰ κ’ εὐλογητή μου. Συνών. βλογητής, βλογητικὸς 2 α. β) Ἀρσεν. καὶ οὐδ., ἔναρξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Βάζω εὐλογητὸ (ἐπὶ ἱερέως, ἀρχίζω τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἀκολουθίαν ἢ τὴν ἀνάγνωσιν εὐχῆς μὲ τὴν καθιερωμένην ἐκφώνησιν «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν κάμνω ἀρχὴν γενικῶς πράξεώς τινος, ἀρχίζω) σύνηθ. Κάνω εὐλογητὸς (ἀρχίζω τὴν ἀκολουθίαν) Κεφαλλ. Σηκώνω εὐλογητὸς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Βασαρ.) Ὁ ποππᾶς ἐδέκεν εὐλογητὸν (ὁ παππᾶς ἔδωσε εὐλογητὸν, ἄρχισε τὴν ἀκολουθίαν) Χαλδ. γ) 'Εναρξις, ἀρχὴ ἐργασίας τινὸς σύνηθ.: Εἴμεθ᾿ ἀκόμα ’ς τὸ εὐλογητὸς. δ) Ἀφθονία ἀγαθῶν Παξ.: Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι βρίσκεται τὸ βλοητός. ε) Οὐδ. βλοητὸ τό, ἀσθένειά τις δερματικὴ προσβάλλουσα συνήθως τὸ πρόσωπον Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/