ἀναβρυσῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβρυσῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβρυσῶ τό ἀμάρτ. ἀναβρυσάου Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνάβρυσι.
Σημασιολογία
Ἀναβρύω, ἀναβλύζω :Τοὺ νιρὸ ἀναβρυσάει ἀνάμισα ἀπού τ’ς πέτρες. Συνών. ἀναβρυσιˬάζω, ἀναβρύω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA