ἀναβρυταρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβρυταρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσαιστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναβρυταρεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀναβρυταρέ Ἰκαρ. ’νιβρυταρεˬὰ Μακεδ. ’νιβρουταρεˬὰ Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναβρυτάρι.
Σημασιολογία
Μέρος γῆς, ἔνθα ἀναβρύει ὕδωρ ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ικεῖ πέρα εἶνι ’νιβρυταρεˬὰ Μακεδ. Πῆγα ’ς τὴ ᾿νιβρυταρεˬὰ κι᾿ πῆρα νιρό αὐτόθ. Πβ. ἀναβάλλουσα, ἀναβρυζάρα, ἀναβρυοῦσα, ἀναβρυτάρι, ἀναβρυτούρα. Ἡ λ. ὑπὸ τύπ. ᾿Αναβρυταρέ καὶ ὡς τοπων. Ἰκαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA