γαρδελάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδελάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαρδελάκι τό, Ζάκ. ’΄Ηπ. Θράκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) σγαρδελάκι Ἄνδρ. (Κόρθ.) σγαρδελάτσ’ Πάρ. (Λεῦκ.) ζιγαρδελάκι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γαρδέλι, παρ’ ὃ καὶ σγαρδέλι καὶ ζιγαρδέλι, διὰ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Ὁ νεοσσὸς τῆς ἀκανθίδος, τὸ μικρὸν γαρδέλι, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Πέντε γαρδελάκιˬα ξεπετάχτηκαν ἀπὸ τὴ γαρδελοφωλιˬὰ Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γαρδελοπουλάκι, γαρδελόπουλο 1, γαρδελούδα, γαρδελούδι. 2) Θωπευτικῶς, τὸ πτηνὸν γαρδέλι, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔχω ἕνα γαρδελάκι ’ς τὸ κλουβί, π’ οὕλο λαλεῖ Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) ‖ ᾌσμ. Ὅσα φτερὰ καὶ πούπουλα ἔχει τὸ γαρδελάκι, τόσες φορὲς σὲ φίλησα, κόρη, ’ς τὸ ἀχειλάκι Θράκ. (Αἶν.) Κι ὅλη τὴ νύχτα παίζανε σὰ dὰ ζιγαρδελάκιˬα Κρήτ. β) Μεταφ., ἡ ἀγαπωμένη γυνὴ Ζάκ. Ἤπ. κ.ἀ.: Ἄσμ. ᾿Ακόμη δὲν τὸ ξύφανες αὐτὸ τὸ διˬασιδάκι νὰ κάμῃς κιˬ ἄλλη μιˬὰ δουλε͜ιά, ὥριˬό μου γαρδελάκι; Ζάκ. Ὅταν σὲ θέλει θυμηθῶ, μικρό μου γαρδελάκι, τῆς τράπεζας τὰ φαγητὰ μοῦ φαίνονται φαρμάκι Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γαρδελάκης Πελοπν. (Μάν.) ἐν χειρογρ. τοῦ 18ου αἰῶνος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/