βλογιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλογιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλογιˬὰ ἡ, εὐλογία λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ Χαλδ κ.ἀ.) εὐλοΐα Μεγίστ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) εὐογία Τσακων. εὐλογιˬὰ Ἄνδρ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. κ.ἀ. –Λεξ. Μπριγκ. ἴβλουγιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. βλογία Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέγαρ. Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.) βλουγίγιˬα Λῆμν. βλογιˬὰ κοιν. βλοιˬὰ Πελοπν. (Μεσσ.) βλουγιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. βλουιˬὰ Β.Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βουλουιˬὰ Μακεδ. (Βελβ.) βλόγιˬα Χίος ἀβλοΐα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀβλογιˬὰ Σύμ. ἀβλουγιˬὰ Λῆμν. ἀβλουιˬὰ Ἤπ. Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.) κ.ἀ. ὀβλογιˬὰ Καππ. (Σινασσ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. εὐλογία=τὸ εὖ λέγειν, καλλιλογία, ἔπαινος.

Σημασιολογία

1) Εὐλογία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, τῶν ἱερέων πρὸς τοὺς ἰδιώτας καὶ τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μαζί σου! Τὴν εὐλογία σου, δέσποτα! (ἐπίκλησις πρὸς ἱερέα) κοιν. || Γνωμ. ᾿Απ᾽ ὀσπιτί’ ποππᾶς εὐλοΐαν ᾿κ᾿ ἔ’ (ὁ παππᾶς διὰ τὸ σπίτι του δὲν ἔχει εὐλογίαν, δηλ. δὲν κάμνει ἱεροτελεστίας εἰς τὸ ἰδικόν του σπίτι) Χαλδ. ‖ ᾎσμ. ᾽Ελα εὐχὴ τῆς μάννας μου καὶ τοῦ γονεˬοῦ μου βλόγιˬα Χίος. Ἡ σημ. εἶναι καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Δευτερον. 23, 5) «καὶ μετέστρεψε Κύριος ὁ Θεός σου τὰς κατάρας εἰς εὐλογίαν, ὅτι ἠγάπησέ σε» καὶ (Γένεσ. 27, 12) «μή ποτε ψηλαφήσῃ με ὁ πατὴρ καὶ ἔσομαι ἐναντίον αὐτοῦ ὡς καταφρονῶν καὶ ἐπάξω ἐπ’ ἐμαυτὸν κατάραν καὶ οὐκ εὐλογίαν». β) Εὐτυχία συνισταμένη ἐν τῇ πλησμονῇ ὑλικῶν ἀγαθῶν κοιν. καὶ. Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ᾿ς τὸ σπίτι του κοιν. Καλὴν εὐλογίαν! (εὐχὴ πρὸς τὸν λικμῶντα) Κύπρ. Ὁ Θεὸς νὰ δί’ σε τὰ ἑφτὰ εὐλοΐας! (ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δώσῃ τὰς ἑπτὰ εὐλογίας, νὰ σὲ ἀμείψῃ πλουσίως) Τραπ. Χαλδ. ᾿Εχάθαν τὰ παλ τὰ εὐλοΐας (ἐχάθηκαν αἱ παλαιαὶ εὐλογίαι, δηλ. τώρα ὑπάρχει πενία) Χαλδ. || Φρ. Ὓαν κ᾽ εὐλοΐαν (εὐχὴ τοῦ εἰσερχομένου εἰς ξένην οἰκίαν. ὕαν=ὑγείαν) Χαλδ. Διὰ τὴν σημασίαν πβ. Π.Δ. (Γένεσ. 39, 5) «ηὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον τοῦ Αἰγυπτίου διὰ Ἰωσὴφ καὶ ἐγενήθη εὐλογία Κυρίου ἐν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῷ ἐν τῷ οἴκῳ καὶ ἐν τῷ ἀγρῷ αυτοῦ». 2) Δύναμις, ζωτικότης, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Ὁ δεῖνα εὐλοΐαν ᾽κ᾿ ἔ᾽ (δὲν εὐδοκιμεῖ, δὲν προκόπτει). Τὸ βούτορον εὐλοΐαν ’κ’, ἐ’ (τὸ βούτυρο δὲν ἔχει εὐλογία, δὲν πιάνει ὡς μὴ καλῆς ποιότητος). 3) 'Ιερωσύνη Μακεδ. (Σισάν.): Νὰ χαρῇς τὴν ἶβλουγιˬά σ’! (πρὸς ἱερέα). 4) Δῶρον ἀναμνηστικὸν προσφερόμενον ὐπὸ μοναστηρίου ἢ μοναχοῦ (δῶρον οἱονεὶ εὐλογημένον) Ἄθ.: Μοῦ ἔδωσε τὸ σταυρὸ γιˬὰ εὐλογία. Τοῦ ’δωσε εὐλογία ἕνα κομπολόι. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Γένεσ. 33, 10-11) «εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δέξαι τὰ δῶρα διὰ τῶν ἐμῶν χειρῶν... λάβε τὰς εὐλογίας μου, ἃς ἢνεγκά σοι». 5) Μισθὸς μοναχοῦ ἢ ἀμοιβὴ διὰ συμβολὴν εἰς κοινὴν ἐργασίαν καὶ πᾶν ὅ,τι παρέχεται εἰς αὐτὸν ὑπὸ τῆς μονῆς του πρὸς διατροφὴν Ἄθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 3, 124 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν με τὸ λέγουν εὐλογίαν». β) Πᾶν τρόφιμον παρεχόμενον ὑπὸ μονῆς εἰς οἱονδήποτε Ἄθ. γ) Ἐλεημοσύνη Ἄθ.: Δὲν κόφτομε τὴν εὐλογία (δὲν παύομεν παρέχοντες ἐλεημοσύνην). 'Η σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μόσχ. Λειμωνάρ. 85 «κατὰ οὖν τὴν συνήθειαν οὐ δέδωκε τὴν εὐλογίαν τῇ ἁγίᾳ Πέμπτῃ καὶ τῇ ἁγίᾳ Παρασκευῇ». 6) Ἀρχιερατικὴ ἐπιχορήγησις παρεχομένη εἰς τὸν ἀρχιερέα παρ’ ἑκάστης οἰκογενείας (ἡ σημ. διὰ τὴν παρεχομένην ὑπ᾽ αὐτοῦ εὐλογίαν) Σύμ. 7) Ἄδεια παρεχομένη εἰς μοναχὸν ὑπὸ τοῦ προϊσταμένου διὰ νὰ κάμῃ τι (δηλ. ἄδεια τοῦ νὰ κάμῃ τι διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ ἡγουμένου) Ἄθ.: Πῆρα τὴν εὐλογία νὰ λείψω ἀπὸ τὸ μοναστήρι κἄμποσες μέρες-νὰ κόψω ξύλα κττ. || Φρ. Ἔχει εὐλογία; (εἶναι ἐπιτετραμμένον ἢ ὑπάρχει καλὴ διάθεσις, οἷον: ἔχει εὐλογία νὰ μοῦ δώσῃς κρασὶ-τυρὶ-ψωμί; κττ.) Ἡ σημ. καὶ μεταγν. 8) Ὁ προσφερόμενος εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἄρτος πρὸς τέλεσιν τῆς λειτουργίας Ἄνδρ. Εὔβ. (Ἀνδρων. Αὐλωνάρ. Κάρυστ. Κονίστρ. Πλατανιστ.) Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Κέως Κύθν. Λέσβ. Πάρ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σάμ. Σκῦρ. κ.ἀ. –Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. Μ᾿Εγκυκλ.: Παροιμ. Μήτι σύ, παππᾶ, βλουγιˬὰ μήτι μεῖς ἀντίδουρου (ἐπὶ στερήσεως πράγματος ὠφελίμου εἰς ὅλους) Σάμ. Η σημ. καὶ μεσν. Συνών. ἀμνὸς 2β, ἄρτος 2, ἀχράντα (ἰδ. ἄχραντος 2), βλογίδι, λειτουργιˬὰ, πρόσφορο. β) Τεμάχιον ἄρτου, ἐξ οὗ προσεκόμισεν ὁ ἱερεὺς τὰ ἅγια, φέρον τὴν σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας Ἄθ. γ) Ἀντίδωρον Ἄθ. Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονίστρ. Κουρ. Κύμ. ᾽Οξύλιθ.) Μέγαρ. Σκῦρ. κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄρτος 4. 9) Κατ’ εὐφημισμ. λοιμικὴ ἐξανθηματικὴ νόσος προσβάλλουσα ἀνθρώπους καὶ ζῷα κοιν.: ᾽Επεσε βλογιˬά. Τὸ παιδὶ ἔβγαλε-ἔχυσε τὴ βλογιὰ κοιν. Κακὴ βλογιˬὰ νὰ σὲ πιˬάσῃ! (ἀρὰ) Πελοπν. Συνών. ἀργυρῆ (ἰδ. ἀργυρὸς 4), βλάττα 3, βλογημένη (ἰδ. βλογῶ), βράσα, γλυκαμένη, γλυκε͜ιὰ (ἰδ. γλυκός), γλυκιˬασμένη, μελιτάτη. Πβ. ἀγελαδοβλογιˬά, ἀνεμοβλογιˬά, ἀραποβλογιˬά. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. β) Κατὰ σημασιολογικὴν ἐπέκτ. ἡ οὐλὴ τοῦ ἐξανθήματος τῆς βλογιᾶς κοιν.: Τὸ πρόσωπό του εἶναι γεμᾶτο βλογιˬὲς κοιν. || ᾎσμ. Θέλω νὰ βγάλῃς εὐλογιˬές, μὰ ὄχι τὸ θάνατό σου, νὰ λε͜ιώσουνε οἱ--ὀμορφιˬὲς ποῦ ’χει τὸ πρόσωπό σου Κρήτ. Συνών. βλογιˬοκομμάδα, βουλλοκομμάδα. 10) Νόσος τῆς ἀμπέλου καθ’ ἣν γεννῶνται μελανὰ στίγματα ἐπὶ τῶν νεαρῶν βλαστῶν ΠΓεννάδ. 95 ΓΣακελλοπ. Παθήσεις στ' ἀμπέλι 57 –Λεξ. Βλαστ. 447 Πρω. Δημητρ. 11) Νόσος τῶν μελισσῶν Πελοπν. (Μεσσ.) Ἡ λ. ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ. Εὐλογία Κεφαλλ. Βογιˬὰ Πελοπν. (Ἦλ.) Ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βλογιˬὰ τοῦ Ἀγίου Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/