βλογιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλογιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλογιˬάρις ἐπίθ. εὐλογιˬάρις Μεγίστ. Νάξ. (Δαμαρ.) –Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. ἴβλουγιˬάρις Λυκ. (Λιβύσσ.) βλογιˬάρις σύνηθ. βλουγιˬάρ’ς βόρ. ἰδιώμ. βλουιˬάρ’ς Εὔβ. (Στρόπον.) Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀβλογιˬάρις Σύμ. ἀβλουιˬάρ’ς Μακεδ. (Βλάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βλογιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρις.

Σημασιολογία

1) Ὁ φέρων ἐπὶ τοῦ προσώπου οὐλὰς τῆς νόσου εὐλογίας σύνηθ. Συνών. βλατ-τοκομ-μένος, βλογιˬαρός, βλογιδοκομμένος, βλογιˬοκομμένος (ἴδ. βλογιˬοκόβομαι), *βλογιˬοκομμενομούρης, βλογιδομούρης, βλογιοκοφτός, βλογιˬομούρης. 2) 'Ο φέρων εἰς τὸ πρόσωπον λειχῆνας Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀβλουιˬάρ’ς καὶ ἐπών. Μακεδ. (Βλάστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/