ἀναβωσβήνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβωσβήνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβωσβήνω (Ἀκρόπ. 12 Ἀπριλ 1913 σ. 4 Ἡμερησ. Τύπ. 25 Δεκεμβρ. 1929 σ. 5).
Ετυμολογία
Εκ τῶν ρ. ἀνάβω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνάφτω, καὶ σβήνω.
Σημασιολογία
᾿Αμτβ. άνάβω καὶ σβήνω ἔνθ’ ἀν.: Τὸ φῶς ἀναβώσβηνε σὰ φῶς κανδήλας ποῦ ξεψυχοῦσε τσιτσιρίζοντας Ἥμερήσ.Τύπ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. τρεμωσβήνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA