βλογίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλογίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλογίδι τό. Θρᾴκ. (Κασταν. Σιρέντζ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Χίος κ.ἀ. βλοΐδι Ἀμοργ. Ἰων. (Σμύρν.) Πάρ. κ.ἀ. βλοΐδ’ Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βλογῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδι.

Σημασιολογία

1) Εὐχὴ ἐκκλησιαστικὴ Θρᾴκ. (Κασταν. Σιρέντζ.): ᾎσμ. Φτάνουν, παππᾶ, τὰ γράμματα, φτάνουν καὶ τὰ βλογίδιˬα Κασταν. 2) Πληθ., ἡ τελετὴ τῆς στέψεως Ἰων. (Σμύρν.) Χίος κ.ἀ.: Φρ. ’Σ τὰ βλογίδιˬα σου! (εὐχὴ πρὸς τοὺς μνηστευθέντας, συνών. φρ. ’ς τὰ στέφανά σου!) Χίος. ‖ ᾌσμ. Ἀνοίξετε τοὶς ἐκκλησιˬές, ν᾽ ἀνοίξουν τὰ μνημούριˬα, ἴσως προφτάξ’ ἡ μάννα της ἀπάνω ᾽ς τὰ βλοΐδιˬα Σμύρν. Γιˬὰ πέ μου πέ μου, γέροντα, πλακώνω ’ς τὰ βλοΐδιˬα; -Ἄν εἶν’ ὁ μαῦρος σου γοργός, πλακώνεις ᾿ς τὰ βλοΐδιˬα Χίος. Συνών ἰδ. ἐν λ. βλόγα. 3) Ὁ εἰς τὴν ἐκκλησίαν προσφερόμενος ἄρτος πρὸς τέλεσιν τῆς λειτουργίας φέρων τὴν καθιερωμένην σφραγῖδα Ἀμοργ. Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βλογιˬὰ 8.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/