γαρδέλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδέλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαρδέλι τό, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Σταυρ.) γαρδέλ᾿ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Ὄφ. Τραπ. Σαράχ) γαρδέ’ Στερελλ. (Σιβίστ. κ.ἀ.) σγαρδέλι ᾿΄Ανδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ. Φιλότ κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων. ᾽Ολυμπ.) σγαρδέ’ Λευκ. Πάρ. (Λεῦκ.) ζιγαρδέλι Κρήτ. σγαρτίλ-λιν Κύπρ. σκαρτίλ-λιν Κύπρ. ζαρτίλ-λιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. Λατιν. carduelis, παρ’ ὃ καὶ cardellus καὶ gardellus ὅθεν καὶ τὸ ᾿Ιταλ. Cardello ἤ gardello (ἡ γραφὴ διφορεῖται : διὰ διπλοῦ καὶ δι’ ἁπλοῦ λ. Βλ. G.Meyer, Neugt.Stud. IV, 33. Thompson, Gloss. of greek birds2 31-32). Τύπ. Καρδέλι μνημονεύεται παρὰ Δουκ., ὁ δὲ τύπ. γαρδέλι ἀπαντᾷ παρὰ Belon καὶ Σομ. Ὁ τύπ. σγαρδέλι ἐκ προσθήκης τοῦ σ, δι’ ἣν βλ. Χ. Παντελίδ., Byz.-Neugr. Jahrb. 6 (1928), 427 Φωνητ., 54. Ὁ τύπ. ζιγαρδέλι ἐκ τοῦ σγαρδέλι (πρόφ. ζγαρδέλι) δι᾽ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου. Ἡ τροπὴ τοῦ ε εἰς ι εἰς τὸν τύπ. σγαρτίλ-λιν πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀτόνου ε τῶν ὑποκορ. σγαρτελ-λούδα, σγαρτελ-λούδι, ἃ ἰδ., ἂν μὴ κατ’ ἐπίδρασιν ἰδιωματικοῦ τινος τύπου τῆς Ἰταλικῆς (βλ. Thompson, ἔνθ᾽ ἀν., 32).

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Τὸ πτηνὸν σπίζα ἡ ἀκανθοφάγος (fringilla carduelis), ἡ ἀκανθὶς ἤ ἀκανθυλλὶς τῶν ἀρχαίων, τῆς οἰκογενείας τῶν σπιζιδῶν (fringillidae), τῆς τάξεως τῶν ᾠδικῶν (oscines) σύνηθ.: Ἔχω δυˬὸ γαρδέλιˬα ’ς τὸ κλουβὶ πολλαχ. Ἔστησα τὰ ξόβεργα κ᾿ ἔπιˬασα καμμιˬὰ δεκαριˬὰ γαρδέλιˬα Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Σὰ dὸ σγαρδέλι κελαδεῖ (ἐπὶ φλυάρου γυναικὸς) Νάξ. (Φιλότ. κ.ἀ.) ‖ Παροιμ. Κι ἂν κελαηˬδήσῃ ἡ ὀχιˬά, δὲ γίνεται γαρδέλι (ἐπὶ τῶν προσπαθούντων νὰ ἀποκρύψουν τὸν φυσικῶς κακὸν χαρακτῆρα των δι᾽ εὐγενῶν τρόπων) Πελοπν. (Λακων.) || ᾿΄Ασμ. Νά ’μουνε καὶ τί νά ’μουνε; ἕνα bουλλὶ γαρδέλι· νὰ πήγαινα ᾽ς τσ’ ἀγάπης μου τὴν ὥρα ποὺ μὲ θέλει ΔΚρὴτ. Σαραdαβέργινο κλουβὶ καὶ μέσα ’να γαρδέλι• παρμένο ’θέλα σ’ ἔχω ᾽γώ, μὰ ἡ μάννα σου δὲ θέλει αὐτόθ. ’πάνω ’ς τὸ κεφαλάγκαθ-θον κάθεται τὸ σγαρτίλ-λιν Κύπρ. Συνών. ἀγκαθοπούλλι, βασιλοπούλλα 2, γραμματικός, γραμματικούδα, γραμματικούδι, καρδερῖνα, παππαδίτσα, τουρκάκι, τουρκοπούλα, τουρκοπούλλι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γαρδέλι Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) 2) Εἶδος ἱέρακος Πόντ. (Κοτύωρ.) : Παροιμ. φρ. Πολλά ὑψηλὰ μὴ πετᾷς, παίρ’νε σε τὰ γαρδέλ (πρὸς μεγαλαυχοῦντα ἤ ριφοκίνδυνον) ‖ ᾎσμ. Πολλά ὑψηλά μὴ πετᾷς, παίρ’νε σε τὰ γαρδέλ• πέταξο κ’ ἔλα γόνεψο ’ς ἔρημο μ᾽ τὴν ἐγκάλ (γόνεψο=κόνεψε, φώλιασε). Β) Μεταφ 1) Ἄνθρωπος ἡδύφωνος, καλλίφωνος, ὡς τὸ γαρδέλι Κεφαλλ. κ.ἀ.: Ἄκουσες ψαρτική ; Γαρδέλι ἤτανε σήμερα ὁ Σωτηράκης Κεφαλλ. Συνών. ἀηˬδόνι 1. Πβ. καὶ ἐπών. Γαρδέλης ’Αθῆν. Ἄνδρ. Κέρκ. Πελοπν. (Γορτυν. Μάν.) καὶ Σγαρδέλης Ἄνδρ. Κύθηρ. 2) Οἱ δύο ἐκ τῶν πέντε κωδωνίσκων, δι’ ὧν οἱ θερισταὶ κοσμοῦν τὴν λαβὴν τοῦ δρεπάνου των Κύπρ. 3) Τὸ ἐπὶ τοῦ δέρματος μικρῶν παιδίων συνήθως ἐρύθημα, τὸ προκαλούμενον ἐκ μυζήσεως διὰ τῶν χειλέων ἐνηλίκου (πιθανῶς ἐκ τοῦ προκαλουμένου κατὰ τὴν μύζησιν ἤχου) Ζάκ.: Κάνω γαρδέλιˬα. 4) Ὁ μικρὸς παῖς, τὸ ἄρρεν μικρὸν παιδίον Πόντ. (’Αμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σαράχ. Σταυρ. Τραπ.) : Βαρέα ἀστόχαστο γαρδέλ’ εἶσαι Ὄφ. Τραπ. Κἀ. ᾿Ακόμην γαρδέλ’ εἶσαι ; πότε νὰ γίνεσαι ἄγωρος ; αὐτόθ. ’Επέθανε, καὶ τὰ γαρδέλ τ’ ἀκράτητα εἶν’ αὐτόθ. Γαρδέλι μου ! (θωπευτική προσφώνησις πρὸς παιδίον, ἀνάλογος πρὸς τὰς ἀλλαχοῦ χρησιμοποιουμένας : κανάρι μου! πουλλί μου! πουλλάκι μου! τρυγονάκι μου!) αὐτόθ. β) Τὸ πτωχὸν ρακένδυτον παιδίον Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) γ) Τὸ ράκος Πόντ. (Ματζούκ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/