ἄρα͜ιεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρα͜ιεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄρα͜ιεμα τό, Ἤπ. - Λεξ. Περίδ. ἄρα͜ιιμα Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀρα͜ιεύω.

Σημασιολογία

1) Ἀραίωσις, συνήθως ἐπὶ σπαρτοῦ ἔνθ’ ἀν: Θέ’ ἄραιεμα τοὺ καλαμπό’ γιˬὰ νὰ γέ' Αἰτωλ. Μὶ τοὺ πουλύ τ’ ἄρα͜ιεμα σὄγινι ἕνα καλαμπό’! αὐτοθ. Συνών. ἀνάρα͜ιεμα, ἀνάρα͜ιωμα, ἀναρα͜ιωματάδα 1, ἀρα͜ιέψιμο 1, ἀραίωμα 1. 2) Κατὰ πλήθ., τὰ χάριν αραιώμασεως ἐκκριζούμενα φυτὰ Στερελλ. (Καλοσκοπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/