ἀναγάλλιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγάλλιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναγάλλιˬα ἡ, Σπασαγιανν. Ἀντίλ. 13 ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 117 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνεαλλιˬὰ Νάξ.(Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναγαλλιˬῶ, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀναγαλλιˬάζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀγαλλία ἐκ τοῦ ἀγαλλιˬῶ.
Σημασιολογία
Χαρά, εὐφροσύνη ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Γλυκὰ προβάλλει ᾽ς τό βουνὸ τ᾿ ὁλόγιˬομο φεγγάρι καὶ μ᾿ ἀναγάλλιˬα ἐρωτικὴ ἁπλώνει ἀχνὸ ᾿ς τὴν πλάσι ΣΠασαγιάνν ἔνθ’ ἀν. Τὸν ἕβδομό μου κύκλο χάραζα ‘ς τα οὐρανογαλαζα ἀκρογιˬάλια καὶ ᾿ς τὴν καρδιˬά μου ὡς σ᾽ ἀσημόκουππα ἐξεχειλοῦσεν ἡ ἀναγάλλιˬα ΣΣκίπης ἔνθ’ἀν. Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀναγάλλιˬασι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA