ἀναγαλλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγαλλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγαλλιˬάζω σύνηθ. ἀναγαλλιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σκόπ. κ. ἀ. ἀνεγαλλιˬάζω Ἄνδρ. Θήρ. Μῆλ. Σέριφ. Σῦρ. ἀνεαλλιˬάζω Θήρ. Νάξ. (’Απὐρανθ.) -Λεξ. Μπριγκ. ἀνιγαλλιˬάζου Δαρδαν. Ἴμβρ. Λεσβ. Λῆμν Σαμ. ἀναγαλλιˬῶ Κρήτ. Κύθηρ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κῶς ἀνεγαλλιˬῶ Μύκ. κ.ἀ. Μέσ. ἀναγαλλιˬάζομαι ΟΜπεκἑς ἐν ᾽Ανθολ. Η Ἀποστολίδ. 262 ἀνιγαλλιˬάζουμ' Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἀναγαλλιˬοῦμι Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀγαλλιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ., ὁ δὲ τύπ. ἀναγαλλιˬῶ καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 55 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κ' οἱ γειτονιὲς ἐχαίρουντα κ’ οἱ τόποι ἀναγαλλιοῦσα». Ὁ μέσ. τύπ. καὶ μεσν. Πβ. Ἀκολουθ. Σπανοῦ (ἔκδ. ΕLegrand Biblioth. 2,36) «καὶ ἰδὼν ταῦτα ὁ ἀγριόσπανος ἐνεγαλλιάσθην ἡ καρδιά του»

Σημασιολογία

1) Εὐχαριστοῦμαι ὑπερβολικῶς, εὐφραίνομαι ἐνθ ἀν.: Σ᾿ εἶδα κιˬ ἀναγάλλιˬασε ἡ ψυχή μου Δαρδαν. Ἀνεαλλιˬάζει ὁ καμένος ἅμα μὲ δῇ ᾽Απύρανθ. ᾿Αναγαλλιˬάζει ἡ ψυχή μου ποῦ τόνε βλέπω Παξ. Ἤπιˬα δυˬὸ ποτήριˬα νερὸ κιˬ ἀνεγάλλιˬασα Ἄνδρ. Τραύιξα ἕνα καλὸ πλύσ’μου κιˬ ἀναγάλλιˬασα Σκόπ. Πέρασε τσ᾽ εὐτὴ ζωὴ ἀνεγαλλιˬασμένη! (εἰρων ἐπὶ τῆς δυστυχησάσης κατὰ τὸν βίον της) Σῦρ Παροιμ. Εἶδ’ ὁ Γύφτος τὴ γενεˬά του | κιˬ ἀναγάλλιˬασ᾿ ἡ καρδιˬά του (ὁ εὐτελὴς ζητεῖ πάντοτε τὰ εὐτελῆ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) Ζάκ. ‖ ᾎσμ ᾿Ερρόδισ᾽ ἡ ᾿Ανατολή ἀπὸ τὰ ἅγιˬα μέρη κ᾿ ἡ φύσι οὕλη κιˬ οὕλ’ ἡ γῆ ἀναγαλλιˬᾷ καὶ χαίρει Κῶς -Ποίημ. ᾿Αναγαλλιˬάζ᾽ ὁ Σαμουηλ ποῦ εἶδε τὴ θεία χάρι καὶ τρέμοντας ἀγκάλιˬασε τό Θεϊκό ποτήρι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,73. Καὶ μὲ τὰ λόγιˬα τὰ γλυκὰ τ᾿ ἀγούρου ἀναγαλλιˬάζει ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,71. β) Μές. αἰσθάνομαι ὑπερβολικὴν εὐδιαθεσίαν ἐξ αἰφνιδίας μεταβολῆς τῆς σωματικῆς καταστάσεως, ἐπὶ μελλοθανάτων, τῶν ὁποίων βελτιοῦται προσωρινῶς ἡ κατάστασις Ἴμβρ. Σαμοθρ. : Ἡ -- ἄρρουστους ἀνιγαλλιˬά’κι Ἴμβρ. ‖ Φρ. Θὰ πιθά’, γιˬατὶ ἀνιγαλλιˬά'κι (ἡ αἰφνιδία τροπὴ τῆς ἀσθενείας θεωρεῖται ὑπὸ τοῦ λαοῦ ὡς προάγγελος τοῦ θανάτου) Σαμοθρ. 2) Μετβ. Προξενῶ εἴς τινα εὐχαριστήσιν Λῆμν. Μύκ. Σέριφ. : Τό κατάπρωτό μου παιδί μ’ἀνεγγαλιˬᾶ Μύκ. Μ’αύτό π’μ’εἶπις νά ξιρις πόσου μ’ἀνιγάλλιˬασες! Λῆμν. ΙΙ Φρ. Τόν ἀνεγαλλιˬάσανε! (εἰρων. Τόν δυσηρέστησαν) Σέριφ. Πβ. ἀγαλλιˬάζω

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/