ἀρα͜ιεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρα͜ιεύω Ζακ Ἤπ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Μεσσ. Τρίκκ.) κ.ἀ. Λεξ. Βυζ. Μπριγκ ἀρα͜ιεύου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) ’ρα͜ιεύγω Ροδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀραιός.
Σημασιολογία
1) Μετβ. καθιστῶ πράγματα ἀραιά, ἀραιώνω, συνήθως ἐπὶ τῶν φυτῶν ἔνθ’ ἀν. Ἀρα͜ιεύω τὸ ᾿ραποσίτι Καλάβρυτ. Ἀρα͜ιεύου τοὺ καλαμπό' - τοὺ σπαρτό κττ. Καλοσκοπ. Ἀμτβ. καθίσταμαι ἀραιός, ἀραιώνομαι Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἄρα͜ιεψε ὁ κόσμος Καλάβρυτ. Ἐδίπλιˬασε τ᾽ ἀραποίτι ταὶ πρέπει ν᾿ ἀρα͜ιέψῃ Τρίκκ. || Παροιμ. Ὃσου ἀρα͜ιεύ’ν τὰ πράσα τόσου χουντρέν’ν (ἡ ἀραίωσις τῶν μελῶν οἰκογενείας ἢ τῶν κατοίκων κοινότητος ἀνακουφίζει οἰκονομικῶς τοὺς ὑπολειπομένους) Ἤπ. Ὃσου ἀρα͜ιεύ’ν τὰ σκόρδα τόσου χουντρέν’ν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Αἰτωλ. 2) Καθίσταμαι ἀραιὸς εἰς τὰς ἐμφανίσεις μου, φαίνομαι κατ’ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἄρα͜ιεψε πεˬά, δὲν τὸν βλέπουμε. 3) Σπανίζω, Πελοπν. (Μαζαίικ.): Ἀρα͜ιεύουν τὰ σκόρδα. Πβ. ἀναρα͜ιάζω, ἀναρα͜ιεύω, ἀναρα͜ιώνω, ἀναρύνω, ἀραιώνω, ἀρύνω
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA